Ο ποταμός, Ηράκλειτε, είμαστε που επικαλείσαι.
Ο χρόνος είμαστε. Και το ανέγγιχτό του ρεύμα
λιοντάρια παρασέρνει και βουνά, και κατεβάζει
δακρύβρεχτα ειδύλλια, έρωτες, μαζί με τέφρες
των ηδονών κι ατέρμονες όσο και ύπουλες ελπίδες,
ονόματα τεράστια βασιλείων που ’ναι σκόνη,
εξάμετρους ελληνικούς και εξάμετρους Ρωμαίων,
μια θάλασσα μουντή στο λυκαυγές υποταγμένη,
και το όνειρο, την πρόγευση τουτέστιν του θανάτου,
τις εξαρτύσεις των πολεμιστών και τα μνημεία,
του Ιανού τα δυό κεφάλια που δεν ξέρει τό ’να το άλλο,
τους φιλντισένιους λαβυρίνθους που σαν το στημόνι
στον αργαλειό να τρέχουν βάζουν πιόνια σε σκακιέρα,
το κόκκινο το χέρι του Μακμπέθ που θα δυνόταν
τις θάλασσες να βάψει στο αίμα, και το μυστικό έργο
των ρολογιών στους μαύρους ίσκιους μέσα, έναν καθρέφτη
που αδιάκοπα κοιτάζεται σε άλλον καθρέφτη μέσα,
ενώ κανένας μα κανένας γύρω δεν τους βλέπει,
κι ελάσματα ατσαλένια, γοτθικές μορφές γραμμάτων,
ένα μασούρι με θειάφι μέσα σ’ ένα ερμάρι,
και ασήκωτα απ’ το βάρος σήμαντρα της αϋπνίας,
χαράματα και δειλινά, ηλιοβασιλέματα, όρθρους,
αντίλαλους, ζαλάδες, άμμους, όνειρα λειχήνες.
Δεν είμαι τίποτ’ άλλο πάρεξ οι εικόνες τούτες
που ανακατεύει η τύχη ή τις ονοματίζει η πλήξη.
Μαζί τους τώρα εγώ, αγκαλά τυφλός και τσακισμένος,
τον ακατάλυτο τον στίχο να δουλέψω πρέπει
και (χρέος μου είναι αυτό) τον εαυτό μου πια να σώσω.
Ο χρόνος είμαστε. Και το ανέγγιχτό του ρεύμα
λιοντάρια παρασέρνει και βουνά, και κατεβάζει
δακρύβρεχτα ειδύλλια, έρωτες, μαζί με τέφρες
των ηδονών κι ατέρμονες όσο και ύπουλες ελπίδες,
ονόματα τεράστια βασιλείων που ’ναι σκόνη,
εξάμετρους ελληνικούς και εξάμετρους Ρωμαίων,
μια θάλασσα μουντή στο λυκαυγές υποταγμένη,
και το όνειρο, την πρόγευση τουτέστιν του θανάτου,
τις εξαρτύσεις των πολεμιστών και τα μνημεία,
του Ιανού τα δυό κεφάλια που δεν ξέρει τό ’να το άλλο,
τους φιλντισένιους λαβυρίνθους που σαν το στημόνι
στον αργαλειό να τρέχουν βάζουν πιόνια σε σκακιέρα,
το κόκκινο το χέρι του Μακμπέθ που θα δυνόταν
τις θάλασσες να βάψει στο αίμα, και το μυστικό έργο
των ρολογιών στους μαύρους ίσκιους μέσα, έναν καθρέφτη
που αδιάκοπα κοιτάζεται σε άλλον καθρέφτη μέσα,
ενώ κανένας μα κανένας γύρω δεν τους βλέπει,
κι ελάσματα ατσαλένια, γοτθικές μορφές γραμμάτων,
ένα μασούρι με θειάφι μέσα σ’ ένα ερμάρι,
και ασήκωτα απ’ το βάρος σήμαντρα της αϋπνίας,
χαράματα και δειλινά, ηλιοβασιλέματα, όρθρους,
αντίλαλους, ζαλάδες, άμμους, όνειρα λειχήνες.
Δεν είμαι τίποτ’ άλλο πάρεξ οι εικόνες τούτες
που ανακατεύει η τύχη ή τις ονοματίζει η πλήξη.
Μαζί τους τώρα εγώ, αγκαλά τυφλός και τσακισμένος,
τον ακατάλυτο τον στίχο να δουλέψω πρέπει
και (χρέος μου είναι αυτό) τον εαυτό μου πια να σώσω.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου