Μετά από είκοσι τόσα χρόνια κόπων και βασάνων και ύστερα από μια περιπέτεια αλλόκοτη, επιστρέφει ο γιός του Λαέρτη, ο Οδυσσέας, στην Ιθάκη του. Με το σιδερένιο σπαθί και με το τόξο του παίρνει την οφειλόμενη εκδίκηση. Άναυδη απ’ τον φόβο της η Πηνελόπη δεν τολμάει να δείξει ότι τον αναγνώρισε και, για να τον δοκιμάσει, υπαινίσσεται κάποιο μυστικό που μόνο αυτοί οι δύο εγνώριζαν, και κανένας άλλος: ήταν το μυστικό της συζυγικής τους κλίνης, που κανείς θνητός δεν μπορούσε να την μετακινήσει, επειδή το λιόδεντρο, από το οποίο είχε φτιαχτεί, την κράταγε ενωμένη με το χώμα, δεμένη. Έτσι λέει η ιστορία που διαβάζουμε στην εικοστή τρίτη ραψωδία της Οδύσσειας.
Δεν αγνοούσε ο Όμηρος ότι τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τρόπο έμμεσο. Ούτε και οι Έλληνές του το αγνοούσαν – ο μύθος ήτανε η φυσική τους γλώσσα. Ο μύθος της συζυγικής κλίνης, που είναι δέντρο, είναι είδος μεταφοράς. Η βασίλισσα κατάλαβε ότι ο άγνωστος εκείνος ήταν ο βασιλιάς, αμέσως όταν είδε στα μάτια του και όταν ένιωσε με την αγάπη της ότι του Οδυσσέα τη συνάντησε η αγάπη.
Δεν αγνοούσε ο Όμηρος ότι τα πράγματα πρέπει να λέγονται με τρόπο έμμεσο. Ούτε και οι Έλληνές του το αγνοούσαν – ο μύθος ήτανε η φυσική τους γλώσσα. Ο μύθος της συζυγικής κλίνης, που είναι δέντρο, είναι είδος μεταφοράς. Η βασίλισσα κατάλαβε ότι ο άγνωστος εκείνος ήταν ο βασιλιάς, αμέσως όταν είδε στα μάτια του και όταν ένιωσε με την αγάπη της ότι του Οδυσσέα τη συνάντησε η αγάπη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου