Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

Φραντσέσκο Πετράρκα - Πετράρχης (20 Ιουλίου 1304 - 19 Ιουλίου 1374)


Ο Φραντσέσκο Πετράρκα (Francesco Petrarca, 20 Ιουλίου 1304 - 19 Ιουλίου 1374), εξελληνισμένα Φραγκίσκος Πετράρχης, ήταν Ιταλός λόγιος, ποιητής και ένας από τους παλαιότερους Ουμανιστές της Αναγέννησης.

Βάσει των έργων του Πετράρχη και, σε μικρότερο βαθμό, του Δάντη και του Βοκκάκιου, ο Πιέτρο Μπέμπο τον 16ο αιώνα δημιούργησε το μοντέλο για τη σύγχρονη ιταλική γλώσσα.

Ο Πετράρχης έγινε γνωστός για την ανάπτυξη των σονέτων του σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, ώστε παρέμειναν αξεπέραστα μέχρι σήμερα και η χρήση τους επεκτάθηκε και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες: κατά την Αναγέννηση, αποτέλεσαν αντικείμενο θαυμασμού, αλλά και μίμησης σε όλη την Ευρώπη. Το έργο του Canzoniere με 365 ερωτικά ποιήματα, αφιερωμένα στη Λάουρα, επηρέασε όλη τη μετέπειτα λυρική ποίηση, δημιουργώντας το γνωστό ρεύμα του «πετραρχισμού».

Νεανικά χρόνια και σπουδές

Ο Φραντσέσκο Πετράρκα γεννήθηκε στο Αρέτσο της Ιταλίας. Ο πατέρας του, με τη φιλοδοξία να τον αντικαταστήσει κάποτε στο επάγγελμά του, τον έστειλε σε ηλικία 15 ετών να σπουδάσει νομική στο Μονπελιέ. Όπως ο Οβίδιος και πολλοί άλλοι ποιητές, έτσι κι ο Πετράρχης δεν ήταν λάτρης της νομικής, αλλά ήταν αποφασισμένος να γίνει λόγιος και άνθρωπος των γραμμάτων παρά δικηγόρος.

Το 1323, μετακόμισε στη Μπολόνια, "έδρα" της νομικής μόρφωσης, και έμεινε μαζί με τον αδερφό του, Γκεράρντο, μέχρι και το 1326, ως το θάνατο του πατέρα του, οπότε και επέστρεψε στην Αβινιόν. Η πατρική περιουσία δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα μεγάλη για τους δυο κληρονόμους: το πιο πολύτιμο απομεινάρι της κληρονομιάς ήταν ένα αυθεντικό χειρόγραφο του Κικέρωνα. Μόνη επιλογή για τον Πετράρχη ήταν να ενδυθεί το σχήμα του κλήρου με την άφιξή του στην Προβηγκία.

Λάουρα

Στις 6 Απριλίου 1327, συνέβη το πιο γνωστό περιστατικό στην ιστορία του Πετράρχη: είδε τη Λάουρα για πρώτη φορά στην εκκλησία της Αβινιόν. Η πραγματική ταυτότητα της γυναίκας αυτής παραμένει άγνωστη, καθώς οι πηγές που αναφέρονται στην ταυτότητα και την οικογενειακή της κατάσταση βασίζονται κυρίως στην παράδοση και σε ατεκμηρίωτα στοιχεία. Αν γίνει δεκτό ότι δεν αποτέλεσε αποκύημα της φαντασίας του Πετράρχη, τα ποιήματά του υποδεικνύουν μια παντρεμένη γυναίκα, με την οποία μοιραζόταν μια σεβαστή, αλλά όχι ιδιαίτερα στενή φιλία.

Ταξίδια

Τόπος κατοικίας του παρέμεινε η Αβινιόν μέχρι το 1333, οπότε και έκανε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, κατά το οποίο επισκέφτηκε το Παρίσι, τη Γάνδη, τη Λιέγη και την Κολωνία, γνωρίζοντας λόγιους άνδρες και αντιγράφοντας χειρόγραφα κλασικών συγγραφέων. Με την επιστροφή του στην Αβινιόν, ασχολήθηκε με τις δημόσιες υποθέσεις και, μεταξύ άλλων, απηύθυνε δυο ποιητικές επιστολές στον Πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄. Η ρητορική του δεινότητα κέρδισε τους τυράννους της Βερόνα κι έτσι απέκτησε τη φιλία του πρεσβευτή τους, Άτσο ντι Κορέτζιο.

Λίγο καιρό αργότερα, ο Πετράρχης πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στη Ρώμη, όπου του έκαναν τεράστια εντύπωση τα ερείπια της πόλης. Γύρω στο 1337 αποφάσισε να αφιερωθεί στη μοναχική μελέτη, κάτι που τον ξεχώριζε σε μεγάλο βαθμό από τους υπόλοιπους λογίους του Μεσαίωνα. Απέκτησε ένα γιο, τον Τζοβάνι, το 1337 και μια κόρη, την Φραντσέσκα, το 1343 (το όνομα της μητέρας παραμένει άγνωστο και στις δυο περιπτώσεις).

Στέψη

Εν τω μεταξύ, η φήμη του ως ποιητής της λατινικής και άλλων γλωσσών σταδιακά όλο και αυξανόταν, ειδικά μετά την έκδοση του έπους του Africa, με αποτέλεσμα να διακηρύσσεται πως κανείς δεν άξιζε περισσότερο το δάφνινο στεφάνι από τον ίδιο τον Πετράρχη. Ο ίδιος επιθυμούσε τη δόξα και εξάντλησε την επιρροή του, προκειμένου να λάβει την τιμή δημόσιας στέψης. Πράγματι, την 1η Σεπτεμβρίου 1340, έλαβε δυο προσκλήσεις: από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων και το βασιλιά Ροβέρτο της Νάπολης.

Αποδεχόμενος την τελευταία πρόσκληση, ταξίδεψε στη Νάπολη το Φεβρουάριο του 1341 και μετά από συζητήσεις σχετικά με την τέχνη του ποιητή, στάλθηκε με εξαίσιες συστάσεις στη Ρώμη. Εκεί, τον Απρίλιο ο Πετράρχης έλαβε το στέμμα του ποιητή στο Καπιτώλιο από τον Ρωμαίο γερουσιαστή και υπό τις επευφημίες του κόσμου και των πατρικίων. Ο ρητορικός λόγος που εκφώνησε βασιζόταν στα λόγια του Βιργιλίου:

Sed me Parnassi deserta per ardua dulcis Raptat amor..
Αλλά ο πόθος έρχεται και με βρίσκει πάνω από τις απόκρημνες κορφές του Παρνασσού.

Μετά τη στέψη του στη Ρώμη, άνοιξε νέο κεφάλαιο στη ζωή του, καθώς θεωρούνταν ρήτορας και ποιητής ευρωπαϊκής κλίμακας και υπήρξε προσκεκλημένος πριγκίπων και ευγενών στις βασιλικές αυλές.

Αναγνώριση

Στα επόμενα χρόνια, ο αδελφός του, Γκεράρντο, μπήκε σε μοναστήρι, ενώ ο ίδιος απέρριψε επανειλημμένες προσφορές μιας γραμματειακής θέσης δίπλα στον Πάπα, ένα από τα υψηλότερα αξιώματα, καθώς δεν ήθελε να αμελήσει τις σπουδές του και τη δόξα που του προσέφεραν για εκκλησιαστικές φιλοδοξίες. Τον Ιανουάριο του 1343 πέθανε ο Ροβέρτος της Νάπολης και στάλθηκε ως μέρος της παπικής πρεσβείας στον διάδοχό του, Ιωάννη. Από το ταξίδι του στη Νάπολη άφησε ενδιαφέρουσες πηγές, κι ίσως είναι εδώ που συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Βοκκάκιο.

Το 1347 ο Πετράρχης έχτισε την κατοικία του στην Πάρμα, όπου ήλπιζε να ασχοληθεί με ηρεμία με την ποίηση και την πολιτική, καθότι ιδεαλιστής. Ωστόσο, τα επόμενα δυο χρόνια έφεραν δυστυχίες: η Λάουρα πέθανε από την πανώλη στις 6 Απριλίου 1348, όπως και πολλοί άλλοι στενοί φίλοι του. Το γεγονός αυτό άλλαξε εσωτερικά τον Πετράρχη: άρχισε να σκέφτεται την εγκατάλειψη των εγκοσμίων και κατάστρωσε ένα σχέδιο για την ίδρυση ενός είδους ουμανιστικού μοναστηριού, όπου θα αφιερωνόταν σε περισσότερες σπουδές και θα βρισκόταν σε κοντινή επαφή με το Θεό.

Αν και κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε, η επιρροή του γεγονότος αυτού παρατηρείται στα γραπτά του, τα οποία πλέον έχουν πιο θλιμμένο και θρησκευτικό τόνο. Αν και στηλίτευε την πολιτική των διαφόρων δυναστών ιταλικών πόλεων, υποστηρίζοντας τη ρωμαϊκή δημοκρατία, αποδεχόταν τη φιλοξενία τους: από την πλευρά τους, εκείνοι έδειχναν να κατανοούν την ιδιοσυγκρασία του και αναγνώριζαν τις πολιτικές του θεωρίες ως μη πρακτικά εφαρμόσιμες. Εξάλλου, από εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η τάση των Ιταλών πριγκίπων κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης να τιμούν και να προστατεύουν τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.

Το ιωβηλαίο του 1350, ο Πετράρχης μετέβη για προσκύνημα στη Ρώμη, περνώντας και από τη Φλωρεντία, όπου απέκτησε στενή φιλία με το Βοκάκιο: ο τελευταίος το θαύμαζε μέχρι λατρείας, ενώ ο Πετράρχης τον αντάμοιβε με συμπάθεια, συμβουλές στις γραμματειακές σπουδές και ηθική υποστήριξη. Το 1351, ο Βοκάκιος μετέφερε στον Πετράρχη, που έμενε στην Πάδοβα, την πρόσκληση του άρχοντα της Φλωρεντίας να γίνει πρύτανης του νεοσυσταθέντος πανεπιστημίου, την οποία, ωστόσο αρνήθηκε.

Το 1353, έφυγε από την Αβινιόν για τελευταία φορά και μετέβη στη Λομβαρδία, κατευθυνόμενος στο Μιλάνο, όπου μπήκε στην αυλή του αρχιεπισκόπου Τζοβάνι Βισκόντι, μετά το θάνατο του οποίου παρέμεινε στη βασιλική αυλή της οικογένειας ως διπλωμάτης, ρήτορας και συγγραφέας δημόσιων λόγων τους.

Τελευταία χρόνια-Θάνατος

Ο γιος του, Τζοβάνι, είχε ήδη πεθάνει από την πανώλη και η κόρη του, Φραντσέσκα, είχε ήδη παντρευτεί, όταν το 1362 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πάδοβα, αν και την ίδια χρονιά έκανε ένα ταξίδι στη Βενετία. Εκεί, ο Βοκάκιος τον γνώρισε στον Έλληνα Λεόντιο Πιλάτο: ο Πετράρχης δεν κατείχε την ελληνική γλώσσα, αν και προσπάθησε να μάθει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κατείχε ένα χειρόγραφο από τον Όμηρο και ένα απόσπασμα του Πλάτωνα, ενώ είχε διαβάσει την Ιλιάδα από τη μετάφραση του Βοκάκιου στη λαϊκή λατινική.

Οι παλαιοί του φίλοι πέθαναν σταδιακά. Ημερομηνία θανάτου του φερόταν το έτος 1365, ωστόσο έζησε για άλλη μια περίπου δεκαετία. Το 1369, αποτραβήχτηκε στην Άρκουα, ένα μικρό χωριό, όπου συνέχισε τις μελέτες του. Όλα αυτά τα χρόνια, διατηρούσε και ενδυνάμωνε τη φιλία του με το Βοκκάκιο. Στις 18 Ιουλίου 1374, βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα βιβλία και έγγραφα της βιβλιοθήκης της κατοικίας του.

Ο Πετράρχης θεωρείται ιδρυτής του ουμανισμού και της Αναγέννησης στην Ιταλία. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε συλλογές βιβλίων σε βιβλιοθήκες, συγκέντρωνε νομίσματα και διατηρούσε χειρόγραφα, αντιγράφοντας ιδιοχείρως όσα δεν μπορούσε να αγοράσει, ενώ ταυτόχρονα είχε μισθωμένους αντιγραφείς και προέτρεπε τους συγχρόνους του στη συλλογή αρχαίων εγγράφων και στη μελέτη της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Οι κλασικοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς γι' αυτόν ήταν ακόμα ζωντανοί, εξ ου και κρύβουν σεβασμό και συμπάθεια οι ρητορικές του επιστολές προς τον Κικέρωνα, τον Σενέκα ή τον Βάρρωνα. https://el.wikipedia.org/

Ο Francesco Petrarca και η Laura de Noves (ή Laure de Sade, από το επίθετο του συζύγου της). 'Εργο της Βενετσιάνικης Σχολής. 

Ἡ "Ὠδή" τοῦ Πετράρχη

Chiare, fresche e dolci acque

Νερά  καθαροφλοίσβιστα,
Γλυκύτατα και κρύα,
Ποῦ μέσα ἀναγαλλιάζετο
Ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφία·
Χλωρόκλαδα, ὅπου ἀκούμπησε
Τ' ὡραῖο της το πλευρὸ
(Μ' ἀνοίγεται ἡ ἐνθυμούμενη
Καρδιά με  στεναγμό)·

Κ' ἐσεῖς ποῦ ἀπό το   μόσχο σας,
Δροσό χορτα, δροσάνθη,
Ὁ κόλπος τοῦ φορέματος
Ὁ ἀγγελικός εὐφράνθη·
Ἀέρα, ἱερέ, ποῦ μ' ἔσφαξαν
Τα  μάτια τα λαμπρά·
Ἀκούστε τα παράπονα
Ποῦ κάνω ὑστερινά.

Ἄν να κλεισθοῦν οἱ μέραις μου
Δακρύζοντας μοῦ μέλλῃ
Ἀπό το  πάθος το ἄπειρο,
Κι' ὁ οὐρανός το θέλῃ,
Μια  χάρην ἡ βαρειόμοιρη
Ψυχή μου ἐπιθυμεῖ,
Να λάβῃ ἐδῶ τον τάφο της,
Κι' ὁλόγυμνη να βγῇ.

Πικρός, πικρός ὁ θάνατος!
Ἁλλά δεν  εἶναι τόσο,
Ἄν τέτοια ἐπλίδα τῆς ψυχῆς
Ἐγώ μπορῶ να δώσω·
Γιατί ποῦ ναὔρη ἡ δύστυχη
Περσότερη ἡσυχιά,
Για να  γδυθῇ τα κόκκαλα,
Τα μέλη τ' ἀχαμνά;

Ἴσως καιροί θε νἄλθουνε
Ποῦ δε θα με μισήσῃ
Ἡ ὡραιότης ἡ ἄσπλαχνη·
Και θα   ξαναγυρίσῃ
'Σ τον τόπο, ποῦ μ' ἀπάντησε
Τη μέρα  με την   ἱερά,
Και θα με   ἰδοῦν τα μάτια της
Θα δείξῃ ἐπιθυμιά·

Ἀλλά, 'ς ταῖς πέτραις βλέποντας
Το ὑστερινό μου χῶμα,
Θ' ἀνοίξῃ ἀναστενάζοντας
Ἔτσι γλυκά το   στόμα,
Ὁποῦ για κάθε ἁμάρτημα
Θε να   συγχωρεθῶ,-
Στενεύοντας με  δάκρυα
Ὡραῖα τον Οὐρανό.

Ἄνθια, θυμοῦμαι, ἐπέφτανε
Ἀπ' τα κλωνάρια πλῆθος,
Συρμένα ἀπό τον Ἔρωτα
'Σ το μαλακό το   στῆθος·
Κ' ἔστεκε με ταπείνωση
Σε τόσην δόξα αὐτή,
Ὁλόλαμπρη, ὁλοστόλιστη,
Ἁπ' την ἀνθοβολή.

Και ποιό από  τ' ἄνθια ἡσύχαζε
Ἀπάνου 'ς την ποδιά της,
Ποιος τα μαργαριτόπλεχτα
Λαμπρόξανθα μαλλιά της·
'Σ την ὄψη ποιο τοῦ ρεύματος
Τοῦ λιβαδιοῦ, και ποιό
Λες κ' ἔλεε ἀεροπλέοντας·
Ὁ Ἔρως εἶν' ἐδῶ.

Πόσαις φοραῖς το πνεῦμα μου
Ἀπό  τρομάρα ἐπιάσθη,
Και, τούτη, τούτη, ἐφώναξα,
'Σ τον Οὐρανόν ἐπλάσθη!
Γιατὶ ὅλα τότε μοῦ καναν
Τα φρένα ἐκστατικά,-
Το σῶμα, το γλυκόγελο,
Το πρόσωπο, ἡ λαλιά·

Καί τόσο αυτά  μοῦ κρύβανε
'Σ τα μάτια την ἀλήθεια,
Ποῦ λεα· Καὶ πότε ἀνέβηκα,
Ποιός μοῦ δωκε βοήθεια;-
Θαρρῶντας ὁπῶς ἔλαβα
Οἰκια ς τόν Οὐρανό·
Κ' ἐγώ  ἀπό τότε ἀνάπαψη
Δε βρίσκω παρά δῶ.

Και σύ, και σύ, τραγοῦδι μου,
Ἄν εἶχε ὁ νοῦς μου φθάσῃ
Να σε  στολίσῃ ὡς ἤθελα,
Τώρ' ἄφινες τα δάση.
Κ' ἐπρόβανες τα λόγια σου
'Σ τόν κόσμο θαρρετά·
Ἀλλά μήν πᾷς, κι' ἀπόμεινε
Μ' ἐμέ 'ς τήν ἐρημιά.
Μεταφραστής: Διονύσιος Σολωμός


❀    ❀     ❀     ❀

Σονέτο

Στα ποιήματά του ο Πετράρχης εξυμνεί την αγαπημένη του Λάουρα, όταν ζούσε και μετά το θάνατό της, περιγράφοντας με άγνωστη ως τότε λεπτότητα την αγάπη του γι' αντήν. Για τον ποιητή η Λάουρα δεν είναι ένα φιλοσοφικό σύμβολο, όπως η Βεατρίκη για το Δάντη στη Θεία Κωμωδία. Ούτε θυμίζει την απρόσιτη δέσποινα της ιπποτικής λυρικής ποίησης. Είναι μια γυναίκα γήινη, για την οποία αισθάνεται μια εντελώς ανθρώπινη αγάπη. Αυτήν ακριβώς εκφράζει και το σονέτο που παραθέτουμε.


Τάχα σε ποιο ουρανό βρήκεν η Φύση
το αχνάρι, για να πλάσει τη θωριά της,
με ιδανική χάρη την ομορφιά της
την αιθέρια στη γη να παραστήσει;

Ποια Νύμφη στις πηγές ή Θεά στη Χτίση
είχε τα ολόξανθα πυκνά μαλλιά της;
και ποια καρδιά τόσες, σαν την καρδιά της,
μυστικές αρετές μπορεί να κλείσει;

Κάλλος θεϊκό στη γη μάταια ζητάει
όποιος το βλέμμα εκείνο δε γνωρίζει
με ποια χάρη σεμνή γλυκοκοιτάζει...

Ο Έρωτας πώς γιατρεύει, πώς κεντρίζει,
δε νιώθει όποιος δεν είδε πώς στενάζει
και πώς μιλεί και πώς χαμογελάει
(μτφρ. Μ. ΣΙΓΟΥΡΟΣ)


❀    ❀     ❀     ❀

ΣΟΝΕΤΤΟ 82 [ΝΑ Σʼ ΑΓΑΠΩ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΕ ΚΟΥΡΑΖΕΙ, ΔΟΝΝΑ]

Να σʼ αγαπώ ποτέ δεν με κουράζει, Δόννα,
κι ούτε θα με κουράσει για όσο θʼ ανασαίνω·
πλην έχω πια τον εαυτό μου μισημένο,
των δε δακρύων μου τα λούκια ώς το γόνα

μού φτάνουν. Σʼ έναν τάφο θέλω να με χώνα-
νε, και στο μάρμαρό του νά ʼχει χαραγμένο
ποιός μʼ έβαλε στο χώμα σκέλεθρο λυωμένο
και θύμα αγώνα ερωτικού εις τον αιώνα.

Αν, όθεν, μια καρδιά πιστή να βλέπεις χάμου
ποθείς (μα δίχως να την τυραννάς), σου μένει
-και πάρʼ την να τη λυπηθείς, Κυρά- η καρδιά μου.

Μα αν, πάλι, η περιφρόνησή σου δεν χορταίνει
με αυτό τον τρόπο, τότε ξέχνα τη δικιά μου –
στον Έρωτα θε νά ʼναι και σʼ εμέ δοσμένη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

❀    ❀     ❀     ❀

178 [: ΒΑΣΤΩΝΤΑΣ ΜΟΥ ΤΑ ΓΚΕΜΙΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΣΠΙΡΟΥΝΙΖΕΙ]

  Βαστώντας μου τα γκέμια ο Έρωτας με σπιρουνίζει·
τρομάζει, καλοπιάνει την καρδιά μου· την παγώνει
και τη φλογίζει· με καλεί, με σπρώχνει· με σιμώνει,
με διώχνει· πότε φόβο, πότε ελπίδες με γεμίζει·
  επάνω με ανεβάζει και κάτω με σφεντονίζει,
σαν χάσω πια τα χνάρια και το δρόμο. Σαν αγχόνη
φοβάμαι το δεσμό της ζωής που πνίγει και σκοτώνει
τον όλβο, πριν καν γεννηθεί. Στον νου μου τριγυρίζει
  μια σκέψη φιλική, που διασκεδάζει την απάτη
και θέλει να διαβώ ροές ρυάκων που σχηματιστήκαν
από δακρύων ρανίδες για τον αιώνιο βίο. Ωθώντας
  τα βήματά μου σθένη αλλούτερα, στο ρεύμα μπήκαν·
μα εγώ διαλέγω ένʼ άλλο να διαβώ, άγριο μονοπάτι –
αργό κι επώδυνο να ρθεί το τέλος μου ποθώντας.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

❀    ❀     ❀     ❀

292 [: ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΣΟ ΠΑΘΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑ]

  Τα μάτια, που με τόσο πάθος τραγουδούσα·
τα μπράτσα και τα χέρια και τα πόδια και η όψη
που μʼ είχαν (και μαζί και μόνα) στα δύο κόψει
και ξένος μες στον φίλιο κόσμο επερπατούσα·
  η κόμη (ο χρυσαφένιος ρύακας) που εκοιτούσα·
του αγγελικού της γέλιου η αστραπή, στα σώψυ-
χα μέσα που τον ουρανό έφερνέ μου σό-
ψιον, λίγη στάχτη είναι πια: η Καλλονή είναι α π ο ύ σ α.
  Εγώ όμως ζω, στον πόνο μέσα και στη θλίψη·
χωρίς το φως, που τόσο ελάτρευα, έχω μείνει
– με σάπιο ξύλο σε φουρτούνα μόνος. Τα ύψη
  της λύρας τής ερωτικής τα καταπίνει
ο θρήνος, που έως τρυγός τη φλέβα μού έχει στύψει
– απότιστο το πνεύμα, και άμουσο πια, σβήνει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής



Δεν υπάρχουν σχόλια: