Νομίζω ξεπλήρωσα τα λύτρα μου όλα
ζυμώνοντας τη λάσπη που μου έδωσαν
οι θεοί
Κοινώνησε η σάρκα τόσο πολύ φως
και αέρα
και αρμύρα σφίγγοντας τη χαρά μιας θάλασσας
Χόρτασε τόσο πολύ καπνούς από πρόστυχες φωτιές
ή το δάγκωμα της σκουριάς που συντρίβει
τους στοχασμούς
κι εκείνη τη γεύση του φόβου από νεκρούς
που παρατούσαν οι θεοί
στα φθινόπωρα με χέρια δέντρων
ή τυφλών πουλιών
Τώρα ζητώ τον άσπρο κύκλο
από τον αγέρα κι απ’ όλα τα φθινόπωρα μαζί
τα μάτια μου ν’ αλλάξω
Νηστεύοντας τα φύκια
-πορτοκαλιά τα πετούσα να λάμπουνε σε κάθε τι
που είχε μέσα του θλίψη
Να φύγω,
αληθινά μπορώ να φύγω
Αν θέλεις σπόρο από τη μυστική μου γλώσσα, κράτα
Νομίζω διαχέει γεύση από
λυγισμένο πεύκο στον άνεμο να ξεδιψούν τα μάτια
με ολοκάθαρα κλαδιά
Ίσως και κάποια θλίψη
Αυτή άφησέ την
του θεού, δεν έχω να του δώσω προσευχές
ούτε παλιά οράματα
Δεν έχω κάτι άλλο ν’ αφήσω για να με θυμάσαι
Και μη φοβάσαι
Εσύ δεν θα οσμιστείς το μαύρο μου φεγγάρι
Το ’σπρωξα πολύ στο Νοτιά
πάλι με κόκκινο να γεμίσει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου