Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Το Βιβλίο του Κρύου,,,Αντόνιο Γκαμονέδα,

 

3
ΑΚΟΜΑ
Υπήρξε ένας καιρός όπου τα μοναδικά μου πάθη ήταν η
φτώχεια και η βροχή
Ακόμη νιώθω την καθαρότητα των ορίων και το πάθος μου δεν
θα υπήρχε αν έλεγα τ’ όνομά του.
Θυμάμαι το κρύο του ξημερώματος, τους κύκλους των
εντόμων πάνω στα ακίνητα φλιτζάνια, τη δυνατότητα μιας
αβύσσου γεμάτης φως κάτω από τα ανοιχτά παράθυρα
για τον αερισμό από την αρρώστια, τη θλιμμένη οσμή της
καυστικής σόδας.
Πουλιά. Διασχίζουν βροχές και χώρες στο λάθος των
μαγνητών και των ανέμων, πουλιά που πέταγαν ανάμεσα στην οργή
και το φως.
Γυρίζουν ακατανόητα κάτω από νόμους από ίλιγγο και
λησμονιά.
Κάποιος έχει μπει στη λευκή μνήμη, στην
ακινησία της καρδιάς.
Βλέπω ένα φως κάτω από την καταχνιά και η γλυκύτητα του λάθους
με κάνει να κλείνω τα μάτια.
Είναι η μέθη της μελαγχολίας· πώς να πλησιάσεις το
πρόσωπο ενός άρρωστου ρόδου, αναποφάσιστου ανάμεσα στο άρωμα
και το θάνατο.
Το φως αναγγέλλεται στα μαχαίρια και μπαίνουν ζητιάνοι
στην αγορά. Η ασταμάτητη ομιλία κυκλωμένη από καρπούς.
Ακόμη είναι όμορφο και μίζερο, λέει συλλαβές ακριβείς,
διασχίζει τη λησμονιά.
Μιλάνε οι πήγές τη νύχτα, μιλούν για τους
μαγνήτες της σιωπής.
Νιώθω την απαλότητα των ξεχασμένων λέξεων.
Αυτή η ώρα δεν υπάρχει, αυτή η πόλη δεν υπάρχει, εγώ δεν βλέπω
αυτές τις λεύκες, τη γεωμετρία τους στη δροσιά.
Όμως, αυτές είναι οι εξαφανισμένες λεύκες,
ίλιγγος της παιδικής μου ηλικίας.
Α, κήποι, α νούμερα.
Δεν έχω φόβο ούτε ελπίδα. Από ένα ξενοδοχείο
εξωτερικό στη μοίρα, βλέπω μια παραλία μαύρη και, μακρινά,
τα μεγάλα βλέφαρα μιας πόλης που ο πόνος της δεν
με ανησυχεί.
Έρχομαι από το μεθυλένιο και τον έρωτα· κρύωσα κάτω από
τους σωλήνες του θανάτου.
Τώρα παρατηρώ τη θάλασσα. Δεν έχω φόβο ούτε επίδα.
Υπάρχει ένας γέρος μπρος σε ένα άδειο μονοπάτι. Κανείς
δεν επιστρέφει από τη μακρινή πόλη· μόνον ο άνεμος πάνω
στα τελευταία ίχνη.
Εγώ είμαι το μονοπάτι και ο γέροντας, είμαι η πόλη και ο άνεμος.
Είσαι σοφός και δειλός, είσαι πληγωμένος στις υγρές
γυναίκες, η σκέψη σου είναι μόνο ανάμνηση της οργής.
Βλέπεις τα φοβερά ρόδα.
Α, διαβάτη, α, σύγχυση βλεφάρων.
Βάλε τα χείλη σου στις καλαμάκια όπως κάνει ο θεός που
κλαίει στις ντουλάπες σου, αυτός που μιλάει ανάμεσα σε
κίτρινα δόντια· σφύρα στα καλαμάκια της οδύνης και, στη
καθαρότητα των άδειων ωρών, θυμήσου την μπατονέτα του
πατέρα σου, τη μοναξιά των περιστεριών των χαμένων στην
αιωνιότητα.
Υπάρχει ένα χόρτο που το όνομά του δεν είναι γνωστό· έτσι
υπήρξε η ζωή μου.
Γυρίζω στο σπίτι διασχίζοντας το χειμώνα· λησμονιά και φως
πάνω στα υγρά ρούχα. Οι καθρέφτες είναι άδειοι και στα
πιάτα τυφλή η μοναξιά.
Α η καθαρότητα των εγκαταλειμμένων μαχαιριών.
Η αισχρότητα μπήκε στα οστά μου και, πιο αργά,
εκείνο το λαθραίο λάδι, αυτό που ετοιμάζει η καρδιά.
Τώρα θα έρθουν οι μέρες των μεγάλων καυγάδων.
Σεντόνι μαύρο στην ευσπλαχνία:
η γλώσσα σου σε ένα ιδίωμα ματωμένο.
Σεντόνι ακόμα στην άρρωστη υπόσταση,
αυτή που κλαίει στο στόμα σου και το δικό μου
και, διασχίζοντας γλυκά πληγές
δένει τα οστά μου στα ανθρώπινα οστά σου
Μην πεθαίνεις πια σε μένα, αλάτι της γλώσσας μου.
Δωσ’ μου το χέρι για να μπω στο χιόνι.
Αγάπησα όλες τις απώλειες.
Ακόμη κάνει θόρυβο το αηδόνι στον αόρατο κήπο.

Μετ Βασίλης Λαλιώτης..



Δεν υπάρχουν σχόλια: