Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Στις μέρες της βροχής II

Στις μέρες της βροχής
II

Ο Νοέμβριος
μπορεί να είναι μια κατάκτηση,
γιατί επιστρέφει πάλι
πάνω στις τέντες,
στις καρφίτσες από μίμηση μαργάρου,
στα φτηνά ντεμισεζόν παλτά
όπου εσύ κρυβόσουν
ξαφνικά και ο πόθος μου.

Κι επιστρέφει
με την αδέξια υπομονή της πίστης,
όπως η μελωδία
από ένα παλιό τραγούδι που θυμόμαστε.
Ξέρεις πια ότι το φθινόπωρο,
παραπάνω από το μουσκεμένο
φτέρωμα των δένδρων,
παραπάνω απ' το φως κι απ' τη γη την ίδια,
ήταν ένα ακυρωμένο ραντεβού, χαμένο ανάμεσά μας.

Τώρα
μας αγκαλιάζει ο χρόνος ασθενικά στα πόδια,
σπάζοντάς μας το βήμα, απομακρύνοντας τα φύλλα
των αναρρηχητικών,
ενώ όλα είναι ίδια και μας αναγγέλει
εκείνη την παλιά ανάμνηση μπερδεμένη από τις ώρες,
εκείνα τα καραβάνια
των ημερών χωρίς αίσθηση
που περνούσαν βουίζοντας μπροστά από τα μάτια,
που έφερναν μαζί τους
μονάχα δυο κορμιά ερωτευμένα ή φοβισμένα.

Και δεν είναι πια η συνήθεια να με πλησιάζεις,
παίρνοντάς μου τη ζώνη, ποθώντας σε
μ' έναν πόθο γαλάζιο σαν ένας άνεμος ήσυχος
ή να περνάς αργά
όταν βαραίνουν τα φύλλα κάτω απ' τα πόδια
και οι καμπάνες τρίζουν
σκαλωμένες στα δέντρα.

Και δεν είναι η συνήθεια να σ' ακολουθήσω,
να μάθω να σταματώ στις βιτρίνες
και να ακούω τη φωνή σου να φτάνει, κατρακυλώντας στο αυτί
σώζοντας την απόσταση
που ταιριάζει ανάμεσα σε δυο κορμιά.
Ήταν η ζωή λοιπόν
εκείνη που μας θύμιζε,
με τις ξεκάθαρες σειρήνες των καραβιών της
και τα κοσμήματά της,
ότι ακολουθούσε σφύζοντας ανάμεσά μας,
κατεστραμμένη,
νεφελώδης και εφήμερη
όπως το ξηρό σπέρμα
πάνω στο κρύο πια δέρμα
ότι τόσο έxουμε αγαπηθεί και σχεδόν πάντα.
Ή ίσως προτιμάμε
μια γιορτή έρωτα όπου συναντιόμαστε
για να καταφέρουμε να δούμε
αυτό που δεν ιδώθηκε ποτέ..

Δεν γνωρίζεις ότι το σώμα σου
τις νύχτες χωρίς καιρό όπως αυτή,
συγχέεται ξαφνικά με το χάραμα,
που το κρατά κοιμισμένο δίπλα μου.

Αλλά ο Νοέμβρης επιστρέφει
με την αδέξια υπομονή της πίστης
(τα ίχνη του έρωτα πάνω στους ώμους
όπως ένα καραβάνι με ανάκατες λεπτομέρειες),
και ίσως μπορεί να είναι μια κατάκτηση,
γιατί όλα είναι πιο σαφή.

Θυμάμαι
τις πρώτες αγκαλιές, μόνοι,
κολλημένοι στον τοίχο,
δραπετεύοντας από τη βροχή
μιας παλιάς πόλης,
φρεσκοερωτευμένοι ακόμη,
ευτυχισμένοι και νευρικοί.
Ή την ξαφνική υγρασία των μαλλιών σου
μουσκεμένα από έρωτα κι από την καταιγίδα
στους ανοιχτούς κάμπους
ίδια με τα κορμιά μας στην έξαψη του Αυγούστου.
Και τις νύχτες της κακόκεφης ειρήνης
όπου αγωνίζεται ο έρωτας ενάντια στο κρύο,
τουρτουρίζοντας κάτω από τα σύννεφα
πάνω στο κρεβάτι της παγωνιάς.
Και θυμάμαι
τη βροχή απαλή, αργή, να γρατζουνάει τα τζάμια
όπως γρατζουνάω το δέρμα σου,
με τον ίδιο τρόπο που ο χρόνος μας γρατζουνάει
κάποτε αποκαλύπτοντας
ότι είναι επίσης όμορφος ο έρωτας στην ανάκληση μνήμης
και τη συνενοχή.

Ανοίγουμε το μπαλκόνι
αλυχτώντας στο φεγγάρι
με το κορμί τεντωμένο ψηλά,
όμορφοι σαν λύκοι
που τώρα καταλαβαίνουν την κατεύθυνση απ΄την οποία έρχονται,
που τώρα γνωρίζουν την εποχή στην οποία ζουν.

Είναι ένα φως διαφορετικό
από τα περιβάλλοντα.

Πάνω στο δέρμα σου συνθλίβονται
οι σταγόνες της βροχής
και η γη εκτείνεται κηλιδωμένη σαν μια τίγρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: