Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

H γυναίκα λεύκα

στην Ομορφιά

Αέρας είναι τα χάδια, Κύριε, και τα φιλιά,
το ξέρω: η κατ’ εξοχήν διαλείπουσα
χωλότητα της λεκτικής επικοινωνίας.
Φύσηξε απόψε, Κύριε, και κλέψε μου
τις λέξεις απ’ το στόμα, αέρα δώσε
ευνοϊκό στα δάκτυλά μου, από την κατα-
κόκκινη κόμη της έως το λευκό
της ψυχής της. Φούσκωσε τα δάκτυλά μου
απόψε, Κύριε, και κάν’ την να θροϊσει,
μ’ εκείνο το ανάλαφρο σύρσιμο, όταν
το φύλλο χαϊδεύει το αδελφάκι του
και σείεται σύγκορμο ολόκληρο το δέντρο.
Ελα, Κύριε, σαν μεταμεσονύχτιο αεράκι
και σήκωσε το καλοκαιρινό της φουστανάκι,
φούσκωσε τα δάκτυλά μου να κερδίσουν
πόντο τον πόντο τον δρόμο προς το πυρόξανθο
μουνάκι της, απόψε που κάθισα την ομορφιά
στα γόνατα κι εκείνη μου σφίγγεται:
κάνε το σκοτάδι να λάμψει, μ’ ένα χαμόγελο
όπλισέ με, να αντιπαρέλθω τις ενστάσεις,
να μην πεισμώσω, να μην ενδώσω στον θυμό,
γιατί είναι όλα ωραία κι όποιος οικειοποιείται
την άρνηση, μόνον αυτός απολαμβάνει.

Κάθισα στα γόνατα την Ομορφιά
και φύτρωσε μια λεύκα. Ως το πρωί, Κύριε,
με παίδευε με τα καμώματά της σ’ ένα
μακρόσυρτο και συνεχόμενο φιλί,
ολόφωτο νησί καταμεσής του πελάγους
της επικοινωνίας. Παραμέριζαν τα κύματα,
η κοίλη μάζα κι ο αφρός τους, έτσι όπως
παραμερίζουν οι θαμώνες παραλιακού κέντρου,
και κάνουν χώρο στους δύο που φιλιούνται
ασταμάτητα: η αδιαφορία για τη θάλασσα
κάνει το φιλί νησί και την αγάπη δυνατή
μέσ’ στην πολυκοσμία. Ενα νησί είναι
και το φιλί, η βεράντα πάνω στη θάλασσα,
και γύρω από τον γλόμπο τα κουνούπια,
απόψε που ήταν γραφτό να πεθάνει
ένας μεγάλος άντρας, κάτω από την πίεση
των κορμιών μας, που δεν έλεγαν
να απομακρυνθούν παρά τα “μη” και τα “πρέπει”,
γιατί έκλαψα όταν έχυσα μέσα της ξέροντας
πως αύριο δεν θα υπήρχες, γνωρίζοντας
πως εκείνη ήταν το ύστατο δώρο σου,
ρόδο πορφυρό των σαράντα δύο μου χρόνων,
Ανδρέα Παπανδρέου!

Φύσηξε, Κύριε, και φέρε ώς εδώ τις νότες
από την Πέμπτη του Μπετόβεν, μέσα
στην ορθάνοικτη πανδαισία των κορμιών μας,
απ’ την απέναντι πολυκατοικία των παραθεριστών,
αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα,
να μας τρομάξει σαν μουσική υπόκρουση
της επερχόμενης στύσης, που είναι ήδη
κάτι παραπάνω από υπόσχεση, αφού η μια στύση
ακολουθεί την άλλη, σαν τις εισαγωγικές
νότες της συμφωνίας κι ο πόθος είναι
σαν να μην βρίσκει διέξοδο αν δεν ολοκληρωθεί
η μουσική μας ευθυμία. Φύσηξε, Κύριε,
επωμίσου Εσύ αν θες το βάρος των μαλλιών της
κι άσε με εμένα να ξεσκίσω το κιλοτάκι της:
τώρα που πέρασαν τα χρόνια και σαν λεύκα
μου στρέφει πότε την αιμοβόρα της ψυχή
και πότε τα ολόλευκα μαλλιά της, αν θυσία
απαιτεί σημαίνοντος ανδρός για να γίνει
πάλι δικιά μου, αυτή τη φορά
ας πεθάνει ο Κώστας Σημίτης.

Αέρας είσαι, Κύριε,
αέρας του πρώιμου Ιουνίου
που ασημώνει την καταπράσινη λεύκα,
αέρας στα δάκτυλά μου, που
αφού τη γευθούν από μέσα κι απ’ έξω
και την αναποδογυρίσουν, τα μικρά της χείλη
σφράγισε μέσα στα μεγάλα,
ύφαινε τον υμένα κι αίμα
παρθενικό να γίνουν τα έμμηνα,
που λέρωσα ο τιποτένιος με το σπέρμα μου,
κούμπωσε τις θηλές στα βυζάκια της,
και τύλιξέ την, ύστατη χάρη
σου το ζητάω, Κύριε,
ανέπαφη κι ανέγγιχτη να την παραδώσω
στον Ερχόμενο, με κόκκινη κορδέλα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: