Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..


ΟΙ ΒΡΑΧΟΙ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ
Στη θάλασσα της ζωής,
στη θάλασσα του θανάτου
η ψυχή μου, κουρασμένη
κι απ’ τα δυο, αναζητεί
το βουνό
απ’ όπου τα
νερά
έχουν τραβηχτεί.
ΓΙΑΠΩΝΕΖΙΚΟ
Ήμουνα ψηλά στα χαράματα όπως είναι
ψηλά στη σιγή ο αγέννητος αέρας.
Δεν μπορούσα να εξηγήσω κανέναν κόκορα
δεν είχα τη σκάλα να υπερβώ το στήθος
καθώς απ’ το μίσχο φανερώνεται μόνο του
και το πιο αβέβαιο άνθος
καθώς βγαίνει στη λευτεριά του ο ποντικός
προβάλλοντας άξαφνα στον πανικό απ’ την κρύπτη.
Οι μεγάλες ιδέες μου για το θάνατο
μοιάζαν, αλήθεια, με τα σχοινιά των πηγαδιών
όπως τεντώνονται απ’ τους γεμάτους κουβάδες
και διψασμένο τ’ άλογο ζυγώνει
χώνοντας το λαμπρό κεφάλι του
μέσα στου μπόλικου νερού την ηδονή
και με γοργό της δίψας ήχο την αποστραγγίζει.
Ο πόνος απλώνεται χαράματα στη φύση.
Το δέντρο θέλει πετεινά κι ο θάνατος
ήτανε ψηλά μια πείνα που ’χε γαλαζοβολήσει.
Το δέντρο βγάζει τους ανθούς. βγάζει θυσία στα κλαριά του
κι ο θάνατος ήτανε κοντά του
χαμηλά.
Ο πόνος ακατέβατος οι ώρες απλάδες αχράντων
ένιωθα τριαντάφυλλα και ξύλευα μέσα μου το σταυρό
μ’ ακράτητο φως την ίδια τη ζωή που την υψώνουν
οι βράχοι της Ύδρας
αυτά τα ξεροσφύρια του θεού, μα την αλήθεια.
Κι απότομα λησμόνησα τα τριγυριστά λαλήματα
το ούρλιασμα του ήλιου στην κοκκινίλα της αυγής
τα πάθη των ανθρώπων και των ζώων
όσο βαθιά τα νέμονταν οι τσακισμένοι ύπνοι.
Κι απότομα θυμήθηκα πως τα μερμήγκια είναι άλαλα
και δε γνωρίζω ποιος ο πόνος τους
η γοερότητα η δική τους.
Έτσι μου δόθηκε ξανά την ώρα κείνη
απ’ το πολύ-πολύ μικρό
αχειροποίητη η απεραντοσύνη.
Κι ως έχανα τις διαστάσεις ολότελα
βγαλμένος απ’ την αθώα προοπτική μου
στης ερημιάς αφέθηκα την κόψη.

ΒΑΘΜΟΣ ΨΥΧΗΣ
ΤΡΟΠΟΣ
Μ’ αρέσει εκείνος που βλέπει μια κατσαρίδα
και λέει όχι δεν θα τη σκοτώσω.
Χαίρεται τα τρεχάματά της ολόγυρα
και λέει ναι στο θάνατο πατώντας τη.

ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ
Η ανάσταση πάλλει.
Των ανθέων η δύναμη
κ’ η βαθειά τους κραιπάλη
είν’ αόρατη πάλι.
Ανασαίνω τα κάλλη
το μηδέν όταν θάλλει.

ΑΦΗΝΩ ΚΑΘΕ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΣΤΑ ΦΥΛΛΑ
Η ΓΝΩΣΗ
Νερά τα κόκαλα μας
νερά τα βάσανα μας.


Η ΔΥΝΑΜΗ
Ο αθώος ο κύκλος
πώς μπορεί και υποφέρει
πιο λαμπρός από ζώο
που το γδύνει ξαφνικά η αστραπή
στο ακμαίο σκοτάδι!
Ο καημένος ο κύκλος πώς γλιτώνει
φεύγοντας τις ερινύες!
Όταν αυτές αγγίζουν την ουρά του
εκείνος κατεβαίνει στο κεφάλι του.
Κι όταν αγγίζουν το κεφάλι του
εκείνος ανεβαίνει στην ουρά του.
Ωραίο λαμποκόπημα οριστικών αγγέλων.

ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΑ
Ένας άνθρωπος ανάμεσα σε βλέμματα
σχισμένος από τριανταφυλλιές που τυραννούσε
και τα μαλλιά του ανάκατα με λάσπες
αίφνης πολύ ευγενικά
σε κάτι πενιχρά φυλλώματα ζυγώνοντας
πιάνει μια ωραία πεταλούδα.
Ω δευτερόλεπτα σκληρά κ’ εκείνος την κρατούσε!
Κάπου εκεί ταράχτηκα. μα την αφήνει ο μπόγιας
κοιτάζοντας με ηδονή το πέταγμά της.
Ώσπου χάθηκε καλά-καλά η πεταλούδα.
Κίτρινη νομίζω.

ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΟΝ
Ας μην αφήνουμε το μέλλον ανυπεράσπιστο:
εκεί θ’ αρχίσει των εργαλείων η ανάρρωση.
Χρειάζεται η πρόοδος: είναι κι αυτή μια νοσταλγία.
Τούτος ο Δρόμος ο Εντατικός
πότε απλώνεται στο άπειρο
πότε γίνεται μικρός
σαν κορδελίτσα...
Θυμάμαι την όραση να μη βλέπει καθόλου.
Χτες τη νύχτα πέντε κύκνοι με τα νυχτικά τους
έτρεχαν ταραγμένοι
στον ύπνο μου κ’ ένας πράσινος
κόκορας δακρυσμένος
άρχισε ξαφνικά να κουτσαίνει.
Το σύμπαν έμοιαζε καμωμένο
για να διασκεδάσω μαζί
με την αιωνιότητα μόνος.
Ο άνθρωπος αναπνέει – σκέφτηκα.
ο άνθρωπος ερωτεύεται!
Βρίζει την καρδιά του, ξύνεται!
Μετέωρα, μοναδικά γεγονότα.
Ένας γάιδαρος έχωνε τη μουσούδα του
σε στυγνή λάμψη και κατόπιν
άρπαξε μια πέτρα στο στόμα
σφίγγοντάς την ωσότου έσπασαν τα δόντια του.
Τριγύρω έπεφταν οι καρποί και σωριάζονταν
ακέφαλα τα σώματα τεράστιων σκύλων.
Ο θάνατος έκοβε στα δύο το νερό
και το ξανάκοβε
καθώς έλαμπε το σκαρφάλωμα στα όρη.
Άνθη από φλόγες
τα ’βλεπα να ποτίζονται.
Πόσους αιώνες θαυμαστούς
έχουμε σ’ ένα εικοσιτετράωρο;
Σταλαγματιές ακούγονταν στα δέντρα –
θα ’χε βρέξει.
Πώς έγινε της χελιδόνας
η μεταλλική στίλβη;
Κολαζόμουν από ευτυχία
στην οικουμένη του ύπνου.
Οι γάτες έστεκαν ορμητικές.
Έτρεχε ο ιδρώτας.

ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
Κοιτάζοντας ένα δέντρο
δεν μπορούμε
να καταλήξουμε.
Κοιτάζοντας μια ρεματιά έναν άνθρωπο
ένα βενζινάδικο
δεν μπορούμε
να καταλήξουμε.

Καλάμι κούφιο που φιλεύεις τον αέρα
στα σωθικά σου κι ο αέρας σε διαβαίνει
μεγάλη τύχη δυο φορές ετούτη
μια να γεννηθούμε κι άλλη να πεθάνουμε.

Πρωί δεν αντικρίζεται ο ήλιος
όταν έχεις ξενυχτήσει.
Γενική κούραση, μαραμένες φοβίες
κι ο βραδινός πονοκέφαλος
από ώρες χρεωκοπημένος.

Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Στη Μαρία Blackstone

Ούτε τα στοιβαγμένα μαθηματικά
ούτε των κροκοδείλων η αλυσιδωτή λάμψη.
ούτε ο έρωτας του μέλλοντος
ούτε της ηλεκτρονικής
αφασίας η πλατειά δικαιοσύνη.
τίποτα δεν μπορεί να νικήσει
το μάγο της φυλής.
Με τα πολύχρωμα φτερά του
με μπογιατισμένο πρόσωπο.
με τους χαλκάδες στ’ αφτιά του
με το περόνι στη μύτη.
με την ηλίθια
και άναυση αυταρέσκεια
τις χοντρές
γαλάζιες ρυτίδες
είναι ο ποιητής.
όπως απλώνει τα χέρια στις επαφές
έτοιμος να το σκάσει απ’ το βλέμμα του.
καθώς στίβει τον άνεμο βρεφικά
ερεθίζοντας το δέρμα των τυμπάνων
κερνώντας τις ψυχικές καταστάσεις.

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ
Σηκώθηκε η νύχτα της ερήμου
τέτοια ώρα
πριν ακόμη βγάλω τα ρούχα μου για ύπνο.
Μυστηριώδης απόλαυση: λιτότητα του χρόνου
δίχως πόνο
ουδέ σκιά χαράς.
Το μυαλό μου ακμαίο φύλλωμα διασχίζεται.
Ο σκελετός καποιανού ερημίτη
προσπέρασε την εικόνα του
τη φεγγερή του σάρκα
ρίχνοντας χάμω το νευρικό σύστημα
και μίλησε.
Η άχνα της αναπνοής
έβγαινε μεσ’ απ’ τα ξεβιδωμένα δόντια.
Ιδού ο χαιρόμενος ανεπίληπτα.
Ιδού ο σκορπίος ο μελισταγής.
Η λάμψη απ’ τα κόκαλα έβγαινε αμνώδης.

ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΤΥΧΗ
Βαθιά μεσ’ στον περίπατο έφτυσα το ταξίδι.
Στα όρια εσχατικά της μουσικής
έμεινα σύξυλος απ’ τις εννέα.
Ο χρόνος άκαιρος
ή
βαθύτερα χρονικός.
ονειρώδης.
όπως ο πάτερ Jonathan Swift
αποτυχημένος Ηρώδης.
Γι’ αυτό και η τεράστια μόνωση
αρχαία φτέρη φούντωσε τριγύρω μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: