Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ
Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Μέσα στο σιδεράδικο-μεγάλη του η λάμψη,
κορυδαλλός που σφύριζε η φλόγα φτερουγώντας.
Κι ο σιδεράς μ’ έναν καημό πιο πάν’ απ’ την αγάπη
βγάνει φωνή φωτιστική
φούχτα πολλές αχτίδες:
Ετούτο είναι χάρισμα νά ’μαι στεφανωμένος
απ’ τις γοργές λαμπράδες μου, γοργότερες οι σπίθες,
και να ’μαι μαύρος κ’ έρημος ως άγριο σκοτάδι.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΖΩΗ
Καθώς μια μέρα κοίταζα χωρίς φιλοδοξία
τα πράγματα και την ακούραστη σκιά τους
τρυφερά πολλαπλή στα μεγέθη
σαν ένα κύμα με σκέπασε
ουρλιάζοντας η σιγή:
Στις λέξεις υπάρχει πάντα ένα πείραμα!

Ο ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ
Τα χρυσά της αιωνιότητας σκεύη δεν τα βρήκα.
Όμως όχι:
δεν υπήρξα γραφειόσαυρος
αλλά
χαραυγή.

ΣΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ
Όταν έρχονται κείνες οι πρωινές ώρες
οπού νομίζεις κ’ έχουν απέραντη φρεσκάδα
στο θερινό παιχνίδι του θηλυκότερου
ήλιου και της νικήτριας σκιας
όλα μαζί τα πράγματα σου λένε: Χανόμαστε!
Ώρες, αλήθεια, για να νιώσεις μονάχος σου
το μεγαλείο της μύγας που ξαναρχίζει
τους πειναλέους κύκλους
αμέτρητους
ολότελα σα να λείπει ο κόπος
ή να νιώσεις τις φωνές των ανθρώπων από γύρω
σαν αβέβαιες ειδήσεις
ακαθόριστες
από κάποια βρύση λαλητική τρεχούμενες.
Πρωί-πρωί τα ξεφτίσματα του κόσμου.
Στέκω σε φοβερά δευτερόλεπτα.
Κι όταν ανθίσει ο αμνός ολούθε στο κορμί του
μαχαίρι φανερώνομαι.

ΟΤΙ ΑΝΕΒΗ ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΘΥΡΙΔΩΝ
(Ιερεμίας θ΄, 21)
Καίει τ’ αλώνι ώς το πέρα μεσημέρι
κι ο ήλιος είναι σπαθί ζεματισμένο.
Καίνε οι καβαλίνες απ’ τα ζώα στα χωράφια
και πιο πολύ στην άκρα σιωπή της
καίει η μέλισσα βαθιά στο άνθος.

Πατούμε στο χώμα σημαίνει
πατούμε πάνω στους νεκρούς
στην όχθη μας τη σταύρωση.

Δε λυγίζει τίποτα.
Κι ας είπα το στήθος ηλιογέννητο.
Δε λυγίζουν τα δέντρα κι ο αέρας αλύγιστος
ούτε βρύση να γίνω ούτε φλάουτο
το νερό δε λυγίζει και ο ήχος.
Κάθε μέρα ευθεία
κάθε νύχτα τεντωμένη
ο καημός ένα τόξο πανάρχαιο
κι ο θεός ακαμψία.

Με το μαύρο η πλατειά σου ανθοφορία
κόσμε που ντύθηκες αϊτός
τα φυλλώματα και τ’ άστρα.
Με το μαύρο η αίγα και το πρόβατο
η ρίζα με το μαύρο
καθώς ανοίγω τους καρπούς και χύνεται μελάνι.
Μ’ ένα πόδι τα οράματα.
Μέρα και νύχτα ο αέρας είν’ αθέατος.

Περιμένω τ’ αστέρια σε γαλάζια λεπτότητα.
Πώς θα ’θελα ν’ αχτιδοβολήσουν τ’ άντερά μου!
Η ερημιά που ξέρουμε δεν είναι του θανάτου.

Χαράματα και χάθηκαν τ’ αστέρια.
Στο δέντρο χύθηκαν αιφνίδια πουλιά
τη σιωπή του για να λαμποκόψουν.

Ενάρετος που είναι ο πορτοκαλιώνας.
Τα δέντρα χαίρονται μέσα τους απ’ τη ζωή της τσιμουδιάς.
Ελευθερία. στερέωμα της σιωπής.
Ομοιόμορφο νεκροταφείο των προβλημάτων.
Αναρρίχηση στο Αθώο Γεγονός.

Φωνή χαράς ανάερη ωσάν μεταξοχάρτι.
Κάποιος θα μηρυκάζει αόρατη χλόη
στ’ αγγελοχώραφα.
Γιατί τους φοβηθήκαμε τους μύθους;

Η νόηση μοιάζει με παγοθραυστικό.
Το αίσθημα με πολλές σημαίες.
Η θέληση – πάλι – φαίνεται
σαν κάποια εποχή του Είναι.
Μα η καρδιά δεν έχει τ’ όμοιο της.

Την ώρα που χρυσίζει η μελαγχολία
και μπαίνει ο θεός
στον κήπο του τον άνθρωπο
αλίμονο αν εξοκείλω στα μάτια μου.

ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ
Χαρά της νύχτας ω φώτα ηχηρά
θαυμάσιο βράδυ
ο έγχρωμος θόρυβος της πόλεως
τη μοναξιά μου διαιρούσε πότε κίτρινη
πορτοκαλένια κυανή και τώρα κόκκινη
βάφοντας πράσινο το περπάτημα.
Είχε λευκά σημάδια η αγάπη.
Στοπ. Επιστροφή.
Είχε λευκά σημάδια του κόσμου η ταραχή.
Τα νέφη αόρατα.
Όχι.
Στις ερημιές του φεγγαριού μεσ’ στα κλήματα
μαρμαίρει ο άγγελος ενώ
γελιέται ο θάνατος και η νύχτα
διασκεδάζει με διάττοντες.
Όχι, όχι.
Ο χρόνος πλησιάζει τα οράματα
νυχοπατώντας.
Απληστία!
Έπρεπε να βυθίσω περισσότερο
τη θλίψη μέσα στην ψυχή μου.
Όχι.
Στολίζει την έκταση ο γρύλος.
Η νύχτα κατεβαίνει τη σκάλα του σκοταδιού
κάθεται στον έρωτα της Μαίρης.
Έρημες αναπνέουν στους κήπους οι προτομές.
Στοπ. Όλα σβήνονται.
Θέλω να βγω απ’ τις λέξεις
βαρέθηκα.
Ν’ ακούω καλύτερα στο απέναντι μπαλκόνι
τι λένε οι δυο μόνιμες γριές
που κάθονται με τις ώρες.

ΣΥΝΕΧΙΖΩ
...Αργότερα πέρασα στην έμμονη φαντασία
και είδα το χρωματιστό βασίλειο του τάφου μου.
Σε λίγο άναψε μεγάλη συζήτηση
γύρω απ’ την πραγματική σταύρωση.
Κι όπως η νύχτα γέμιζε τα μάτια μου
συγκεντρώνοντας με σφυρίγματα
την αγέλη των ερώτων
ένας άγνωστος και πράγματι απίθανος άνθρωπος
δίπλωσε μέσα σ’ ένα άσπρο σεντόνι τη βαρειά τίγρη
βουβή απ’ τον κόπο και τον ιδρώτα.
Οι γρύλοι ξεθύμαιναν άσκοπα
και τα νερά ταιριάζαν στο σκοτάδι.

ΕΦΤΑΧΡΩΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Άμα δειπνήσει ο ήλιος έρχεται ο στεναγμός
αναστημένος με λογχώδη αναβρύσματα.
Γενναιότερα τα δέντρα
και γι’ αυτό τα ζηλεύω.
Αλλ’ όμως ο ζόφος του λάκκου κάτω-κάτω
δεν είναι των ματιών.
Έχουμε, βέβαια, παρηγοριά τη διάθλαση.
Ωστόσο δεν τη γλεντούμε.
Χρειάζεται να ξηλώσουμε κάθε φαντασίωση.
Να πετάξουμε τα χωρίσματα.
Δράση παράξενη το καθαρό θέαμα των αντικειμένων...
Η άφωνη σαύρα
στις ηλιόλουστες πέτρες όταν αναπνέει
lacrymosa.
Ο αγέρωχος κόκορας
όταν πλήττει τα χαράματα.

ΣΤΗ ΡΟΔΙΝΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΦΚΑ
Σελήνη μεγαλούτσικη απόψε.
Γοερά ήσυχος αισθάνομαι
να θροΐζουν ελευθερίες.
Πολύφωτο της μοναξιάς το ελάφι
στα βελούδινα τριξίματα.
Ο θάνατος είναι φόβος
δεν είναι θάνατος.
Τα δέντρα συνοψίζονται σ’ ένα πλατύ ασήμισμα.
Λυπηρά γεγονότα –
η τεμπέλικη φύση...
Ο χρόνος έχει πια σκουληκιάσει
κάθε πρωί τα κοκόρια φτύνουν την ψίχα του.
Πάλι θα μας κεράσει τα αιωνόβια
δευτερόλεπτα σε όλες τις ποικιλίες
το δίκιο και το άδικο περιττά και τα δύο
την όρνιθα περιχυμένη απ’ τον ήλιο στην αυλή της.
Τα χάχανα των ουρανών ακούγονται ψηλά.
Στο χώμα η δεντρογαλιά σαν κερασόκλαδο.
Πόσες φορές αλλάζει η θάλασσα
ως θα καρπίσει λάμψη ο ορίζοντας τον όρθρο
και θα γιομίσει τέτοια χρώματα η δύση
καταπίνοντας τις ώρες...
Το ξέρω μαζί με τα φυτά:
κ’ ένα ζωύφι μαχαιρώνει.
κ’ η ωραία πεταλούδα στα καθίσματά της.
Όμως υπάρχει ο περίτρομος αθώος
καίγεται στην κρύα φλόγα των απελπισμών.
Αθόρυβα στρέφει τα πόμολα
τον ύπνο των άλλων ακούει.
και την αθρόα λάμψη βλέπει
την πλεγμένη γύρω του
να πέφτι λέπι-λέπι.
Δεν έχει όλο το δικαίωμα ο ήλιος –
αλίμονο.
Γάβγισμα των σκυλιών τη νύχτα...
Κι αν ακόμη
δεν ξέρεις που βρίσκεσαι
σου δίνει την αίσθηση του ανοιχτού χώρου.
Κάτσε να θυμηθούμε
πιες το καφεδάκι.
Ο τρομαγμένος τάρανδος
όσο τον κυνηγούν οι λύκοι
απέχει απ’ τη λύτρωση
μάρτυρες τα δέντρα.
Χαμένος κόπος ανύπαρκτος ακολουθεί
το χιόνι και η ευκολία του έαρος.
Εκείνος που σεβάστηκε πολύ τα πράγματα
θυμήθηκε χωρίς τη μνήμη
και βρήκε άδειο το νερό πίσω απ’ τα κυλίσματα.
Ήτανε πάντα κάποιος ολέθριος για τα λουλούδια.
Έβλεπε πάντα πως η θάλασσα είναι άρρωστη.
Πρωί-πρωί στο στήθος του ένας κίτρινος ποντικός
λαχάνιαζε φουσκώνοντας δώθε-κείθε το πουκάμισο του.
Το βράδυ-βράδυ έμπαινε στην κάμαρά του
η βρεφική του ηλικία ολομόναχη και του μιλούσε
με τη μεγάλη μάσκα του αγίου Αυγουστίνου
και το Βιβλίο των Μαγισσών αιωρούμενο
που κάποτε το ’γραψε μια νεκρή δακτυλογράφος.
Έτσι λοιπόν χαζεύοντας
αιώνες κ’ αιώνες τώρα
τον πόνο του στη διάρκεια των ωρών
όπως ακούμε το δελτίο ειδήσεων
ετοιμαζότανε για τη σφαγή του.
Παραμονή τυχαία βρέθηκε στο κουκλοθέατρο
και γέλασε με την καρδιά του όταν
πέφτοντας από λαμπρό σπαθί
το κεφαλάκι της πιο έξαλλης μαριονέτας
απόμεινε στον αέρα ορθή η κόκκινη σκούφια της.

2 σχόλια:

~reflection~ είπε...

Ένας Κορυφαίος, καταπιάνεται με Κορυφαίους...

Ιδανική αυτη τη "συνεργασία" και η Κορύφωση...

ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ είπε...

Κάκια
ό,τι κι αν σημαίνει το γριφώδες σχόλιό σου, θα το εκλάβω ως καλό

και θα σ' ευχαριστήσω!
Καλό βράδυ!