Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




Η ΑΓΑΛΛΙΑΣΗ ΠΟΥ ΜΕ ΔΕΡΝΕΙ
Ίσως να είναι όλα υπέρ του μέλλοντός μου
συμφορές περιπέτειες υπογραμμίζοντας κάρβουνα.
Βομβούν ελπίδες από συνήθεια το έμφυτο βιολοντσέλο
συμψάλλει ησυχασμούς
η πρώην κατάσταση νύσσοντας
την εύλαλη παννυχίδα.
Τιτρώσκει ο δυόσμος εκτεταμένος την άγουρη μύτη μου
στρατευμένη είπα πως είναι κ’ η αράθυμη
λάμψη του αστραπόβροντου
φθεγγόμενος νιρβάνα στο μεγάλο τηγάνι
/τέτοιες οι μείζονες αιωνιότητες/
αμφιεσμένος με άνθηση από νεολιθικά κεφάλαια
φρενοβλαβείς ιεροδιάκονοι
χρωματιστοί που θυμιατίζουν ενοράσεις
κ’ η αττική σύνταξη ολωσδιόλου έκπληκτη τα ’χει χάσει
μέσα στο βοερό Βυζάντιο
αμαυρώνοντας ακατόρθωτα του θανάτου την ευκρίνεια.
Οι μέλισσες που φεύγουν τον καπνό δίχως καθόλου
να συλλογιούνται την πραότητα
της ευανάγνωστης καρδιάς την τόσο αγαπητική
κι ατάραχτη καύση
καθώς οι ερωτιάρηδες Ελλάμψιμοι καταφλεγόμενοι
στα κορφοβούνια λησμονούν τη θράκα τους.
τέχνη είν’ η συγκίνηση που σε τινάζει πάντα στον αέρα.

ΣΠΡΩΧΟΝΤΑΣ ΟΛΟΕΝΑ ΤΟΥΣ ΒΟΡΙΑΔΕΣ
Απολάκτισε επιτέλους του λεκτικού
τις λαίμαργες διαθλάσεις
μη συναρμόζεις πια φωνήεντα και σύμφωνα
έβγα στη βρύση της λαλιάς με ένα τίποτα
με το ευρύχωρο βλέμμα σου νοικιασμένο
στο θάνατο.
Η σιγή μεταβάλλει τις λέξεις σε χάπια
που γυροφέρνουν ανώφελα τον ύπνο.

ΤΟΤΕ ΜΕ ΤΙΣ ΤΑΡΑΧΕΣ
Φόβος και τρόμος: του αίματος η πρωτοπορία
χασάπικο της ανάσας τα πλεμόνια μου στην αιθρία
φιλοδώρημα μεταφυσικό η φαντασίωση
μηρυκάζοντας στη βοσκή μου δροσερά δευτερόλεπτα
στο θνητό της ημέρας εικόνισμα: το σούρουπο
οπού τη νύχτα
την κλώθει
την εξαναγκάζει
σε φανέρωση πάλι.
Σύννεφα διφορούμενα σαθρά τ’ ουρανού σκαλαθύρματα
/ή φληναφήματα;/
στα μάτια σας διαβάτες και επωχούμενοι
πυροφάνι ασταμάτητα ο σκοπός –
ανάμεσα σε οπαδούς και πλειοψηφίες
υποφέρω την άσπιλη κίνηση.
Ζωώδης επάρκεια
υλοφροσύνη σε επίπεδο ορυκτού;
Μένω άναυδος φλερτάροντας
από ώρα το ξυραφάκι.
Μονότερμα η συμφορά κ’ η αλκοόλη ερωτεύεται
στίλβουσα το νευρικό μου σύστημα
προκαλώντας των κυττάρων του την αφόρητη έξαψη.
Αχ τι αφλογιστία να γράφουμε ποιήματα...

ΠΑΥΣΙΠΟΝΟΝ
Το βλέμμα φτάνει άνετα στη Λισαβώνα
έχω σχεδόν αποδημήσει στα εναύσματα
θα ’θελα να σου επιστρέψω την αφή σου
χαρίζοντάς σου και τα δέκα μου δάχτυλα
μνημονεύουμε μυστήριο:
μνημονεύουμε ηλιθιότητα, μα εμένα
με φρουρεί συνέχεια η εναρθροσύνη
το τρίγωνο εμπαίζει κι αυτό τα ανύπαρκτα
ουράνια συνεχώς με τρία ύψη
δευτερεύοντες άγγελοι διαρκώς συστρέφονται
στον ύπνο πετυχαίνουμε το σοσιαλισμό μας.
Κουφάλογο – αυτή ’ναι – η αδιόρατη καλοσύνη
χασμουρητό του έαρος μυωπική νοσταλγία.
Είμαι ακέραιος ωσάν του Άγιου Πάνθηρα τα σαγόνια
κοιτάζοντας απ’ τη γαλάζια κλειδαρότρυπα
τις λινές του Ιησού βλεφαρίδες που ο άνεμος
με τον αντίχειρα ξαναχαϊδεύει σήμερα
στα ανεπρόκοπα βράχια της χαμηλόφωνης Ιουδαίας.
Οσμίζομαι καταιγίδα στο έπακρο
μα η καρδιά μου απουσιάζει στ’ αγριολούλουδα.

ΘΕΡΙΝΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Ζούμε απ’ το μέλλον τη σύγχρονη υπερένταση της Ιστορίας
τον Άξεστο Φασουλή που κρέμεται στο παλκοσένικο ένθεος
από ταχύτατες κλωστές αφάνταστα θρησκευτικές κι ασυμπόνετες –
το χειροποίητο λεξιλόγιο της Συνταρακτικής:
εμπειρία οπού αμνηστεύουμε ειδύλλια διαμελισμένα
η αφερέγγυα οικειότητα της υπάρξεως
που ονομάζουμε κάλλος ή θεοφοβούμενη λησμοσύνη
πολύχορδη ιατρική πολυτέλεια.
Η ελπίδα μου σώπασε ω Πολύμνια
δίχως θέαση το Απόλυτο λιμοκτονεί μα η ώρα του θα ’ρθει
ωσάν ορμητική βλάβη της αντικειμενικότητας.
Χρήσιμο αναβλύζει απ’ το άχρηστο.
Προφορική είναι πάντα η αλήθεια, τα γραφτά μας
αποκοπτόμενα με του αστάθμητου
το αυθεντικό πολύφωνο ψαλίδι.

ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΘΡΗΝΗΣΩ ΤΙΠΟΤΑ
Η κατασπάραξη του νου με συναρπάζει
κι αυτό εγώ το λέω exercitium aeternitatis.
Τρέφομαι από κάποιαν απόγνωση γιομάτη αμάθεια
στον άνεμο χτυπιέται ωσάν ακούραστο φυλλαράκι
/κάποτε μ’ αυτά μου τα επίθετα οφείλω να τερματίσω/
κατασκευάζω βλέμματα δίχως κανένα οπτικό πεδίο
στην άκρη κάθονταν τυφλές με μία Σύνοψη η Φούλα
η αθάνατη Κάστρου κι ο αλειτούργητος Μοσκιός
/αρχινήσαμε πάλι τις άκαρπες θλιβερές κωδωνοκρουσίες/
τιμώντας το έγκλημα ευλαβικά στις τέσσερες διαστάσεις.
Κάποιος τώρα στην Κεϋλάνη ξεπαρθενεύει τη θυγατέρα του
την έχει τούτη τη στιγμή από κάτω απ’ τα σκέλια του
την αρπάζει απ’ τους ώμους τη θέλει σ’ όλο της το βάθος
κανένα φίλημα στο στόμα η όψη του τινάζει
κάτι τρομερές φλογάρες
τη φωτιά της οντότητας που φτωχαίνουν επιμένοντας.
Κάποιος άλλος, πάλι στην Κεϋλάνη, προσεύχεται
τυλιγμένος αθόρυβα
μ’ ένα κίτρινο ράσο που το ύφανε το μειδίαμα του Βούδδα.
Η ζωή μάς προτρέπει σταθερά ναν το ρίξουμε στα ανέκδοτα.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ
Στον εαυτό μου ξαναβρέθηκα απόψε
θρυμματισμένο βροχερό γειτόνεμα οπτασίας.
Πίνοντας αγνάντια στο ανισόρροπο φεγγάρι.
Σωπασμένη μέσα μου η ταυτολογία
κ’ η αντίφαση που εξολοθρεύει την πραγματικότητα.
Ίσως έπρεπε να πουλήσω αύριο
το μουλιασμένο στην πίκρα μαργαριτάρι.
Του νερού ξενιτειά τρεχάμενη
χωρίς αχνάρι.
Πάρε στην τύχη βότανο και φρούρησέ το
σαν ένα τελευταίο αόμματο νόημα
σε σμαράγδινους όρθρους από νερολούλουδα.
Η νύχτα είναι καμωμένη για να λυπόμαστε κατάκαρδα.
Χνούδι δεν έχει ο θάνατος η μόνη μαθηματική αρχή μας
μυστήρια δε σκαμπάζει μηδέ χάμουρα
χρειάστηκε ποτέ στην άδοξη φοράδα του.
Τι να διαλέξω κύριε νομάρχα συνέχεια χρεμετίζοντας;
Νεφέλες που κρεμάστηκαν απ’ τη δόνηση του θείου
δεν άφησαν ενθύμια: τις άδειες νεκροκεφαλές τους
κι αναπλάθουν ένα-ένα τα βαρβαρικά τους μόρια
κοροϊδεύοντας /αναγκαία κι αυτή η μετοχή/ τα θηκάρια
την άφαντη στατιστική δυνατότητα.