Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ
Είμαι βαθιά ηλίθιος αλλά δεν έχω
κλειστοβοφία
σαλτάροντας απ’ τη βρώση κι απ’ την πόση
στο Ένα
τον ακέραστο αριθμητικό μας μύθο
ψυχαγωγία η χοϊκότητα μα η όραση
γιγάντιος ισχυρισμός που αναθάλλει
η τσιμουδιά στα σωματίδια.
Είμαι θαυμάσια ηλίθιος όπως τ’ αεροπλάνο
ξεσχίζοντας όμως ανοικτίρμονα
τις εκνευρισμένες αποστάσεις
κι ακόμη
ξεκοκαλίζοντας τις επηρμένες λύσεις
χωρίς να βλέπω καν τα κοπιώδη προβλήματα.

ΤΥΦΛΗ ΑΠΟΚΡΟΥΣΗ
Δεχθείτε με επιτέλους ως έναν όπως έλεγα προηγουμένως ηλίθιο. Γενικά δεν υπάρχω κι ας βράζει το αίμα μου παρ’ όλη την κακοκαιρία στο έργο του Strindberg. Ωσάν -: είν’ αυτή η έσχατη λεκτική μου θνησιμότητα. Χρυσάνθεμα από στήθους και άμφια στο αρχείο του αχυρώνα. Χτες ήτανε; Προχτές ίσως; Πιάνω στον ύπνο μου κάτι στίχους αναντίρρητους με διαβολεμένο οξύ και προικώα συλλαβικά θέλγητρα. Είπα για μια στιγμή να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι και ναν τους αλλάξω φθαρτότητα: ναν τους αδειάσω με ένα νερένιο κύπελλο απ’ την τόσο γαιώδη στάμνα της μνημοσύνης απάνω στου χαρτιού την αυτάρεσκη λευκότητα. Ναν τους αφήσω εκεί να νυμφεύονται τις πιο βαγνερικές μου ώρες. Την άλλη μέρα όταν αφυπνίστηκα, πολύ πρωί για μένα, η ώρα εννέα -, με ξύπνησε ένα επίμονο στα κουδουνίσματα τηλεφωνικό λάθος. «Φαρμακείο εκεί;» «Τι αριθμό πήρατε;» αποκρίθηκα, «εδώ είμαι εγώ κατά πάσα πιθανότητα, μήπως έχετε έτοιμη την ακτινογραφία;» «Όχι», λέει η άλλη φωνή, «δεν κατορθώσαμε την απεργία». Την άλλη μέρα δε θυμόμουνα τους υπνογέννητους στίχους κι άρχισα να στενοχωριέμαι. Αν ξέρατε πόσο τα ’χω βαρεθεί τα πενθήματα... Σουτάρω, τότε, από μεγάλη απόσταση. Κι όχι μόνον αυτό. Γελώντας αισθάνθηκα πως αποβαίνω συμπαθέστερος. Δεν εχτίμησα ποτέ την ιερόδουλη γραμματική και τα νοσήλεια του συνταχτικού δεν είμ’ εγώ, βέβαια, οπού πρέπει ναν τα πληρώσω. Για άλλα με προόρισε η Άνοιξη: να κερδίζω τέρματα στον τελικό των αγριολούλουδων, αγκαλιάζοντας την Κορντέλια.

ΟΙ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΡΑΧΥΤΗΤΑΣ
Διστάζουμε να νυχτώσουμε στην άβαφη αυταπάτη της γλώσσας
καθίζοντας απαλά στα γόνατά μας τους τόσο λυγμικούς φθόγγους
με ταξιδιάρικα, λιγδωμένα κι απλήρωτα, φληναφήματα-δώρα
λίγα στυγνά μονοσύλλαβα εκθρονίζουν ένα ξεγυρισμένο
εκατομμύριο
φράσεις πολυθόρυβες φιλάρεσκα ηχοληπτικές
τείνοντας ολοένα προς το όνειδος του Ριχάρδου του Τρίτου
μηχανισμός με κουνελίσια εγγλέζικα
στην αιχμή της μεγάλης μεσημεριάτικης κυκλοφορίας
φεύγει ένα τερπνό φωνήεν απ’ τη διάβαση
πάει να κάνει έρωτα στην άλλη άκρη της νευροπάθειας
ω Άγια Ψυχολογία του Ύψους
με βασιλιάδες υετούς που δε σκυλεύουν το κούτελό σου
στάσου βρε άνθρωπε τι τα θέλεις τα ονείρατα
πέρνα τώρα που ’χει ανάψει το πράσινο κι αλλάζει γρήγορα
η μικροσκοπική πραγματικότητα η γιγαντιαία στύση
θα καλέσουμε όπως είπαμε το Σάββατο τη φαγώσιμη
Λαίδη Μάκβεφ – ε;
να μας παίξει φόνους από μουσική στο μισόφωτο
με ουίσκι και γλυκειές κιθάρες που λέγαμε και εμείς οι έλληνες
αυτή που διώχνει τους βολβούς απ’ τα μάτια της
κι απομένουν οι άσεμνες κόγχες περίσσευμα της ανατομίας.
Μήπως δεν ήπιαμε κρασί με τον παμπόνηρο Ίακχο
αγγίζοντας φαιδρά μακιγιαρίσματα τη μαύρη Κυρία
με τα δάχτυλα
σουίτες παρτίτες και δειλές παρτιτούρες.

ΑΝΤΙ-ΝΕΦΕΛΩΜΑ
Η σιωπή δεν είναι λευτεριά η σιωπή
δεν είναι αιχμαλωσία
η σιωπή δεν είναι δωρεά η σιωπή
δεν είναι ιδιοκτησία
η σιωπή είναι ένα καναρίνι στο μικρόφωνο
η σιωπή είναι ντελάλης από στάχτη
κάθε ρυάκι της κραυγάζει πως μονάχα η σιγή μιλιέται
κάθε στιγμή της χαστουκίζει τα ρολόγια
καταρρέουν ελατήρια ο καιρός παξιμάδια και βίδες
η σιωπή περιπαίζει τα αδιέξοδα
η σιωπή δεν κατάγεται απ’ την Κίνα η σιωπή
τη γλώσσα τη φασκιώνει με συνταχτικό και κανόνες
αναπαύεται στα ανώμαλα ρήματα ερωτεύεται επιρρήματα
στους ρήτορες οπού σείουν τα μπαλκόνια συσσωρεύεται
πηγαίνει τις Κυριακάδες στην εκκλησία για να ψάλει
συχνά τηγανίζει πατάτες
τα τύμπανα δικά της είναι οι γενετήσιοι
σπασμοί της αγάπης
τα ουρλιάσματα των γυναικώνε στα μαιευτήρια
όλα τα κλάματα δικά της είναι κι όλα τα ξεφαντώματα
μα όμως τι όλεθρος
η σιωπή δε βρίσκει πουθενά το όνομά της.

ΤΙΡΥΝΘΑ
Δεν πήγα παραπέρα απ’ την άτρωτη θωριά της λησμοσύνης
μεινέσκοντας απάτητος όρθρος ανάμεσα σε παντέρημο δάσος
μ’ αγρίμια μ’ αγριμάκια στοχασμούς.
εβγαίνοντας απ’ το έρεβος με ασήκωτο ξύπνημα.
ωσάν κεράσι βλέποντας στο ηλιόβγαλμα το μυαλό μου
ζουληγμένο απ’ του ύπνου την πατούσα.
την ομορφιά λογαριάζοντας εκείθε στο λιθόστρωτο
την ομορφιά των σκουπιδιώνε δεξιά μου.
Μα όμως τώρα κάτι σπάζει τη συνέχεια.
είν’ ένας γάιδαρος πολύφθογγος που σαν ψαλμός σχηματίζει
την άχραντη εικόνα του σε βαθιά δευτερόλεπτα
οπού ρεμβάζει αχνίζοντας αντίκρυ σ’ άρρωστο πέλαγος
από ’να ύψος ατάραχο με άκακους βράχους.
Κι ωστόσο είμαι σήμερα στην Τίρυνθα
με το όνομα επισκέπτης
αναπνέοντας ολομόναχος την κοίμηση στα κυκλώπεια τείχη.
Χρόνος και χώρος τον έρωτα τον έχουν επάγγελμα.
Τώρα τι κάνω στην όραση; Βλέπω μιαν όμορφη γερμανίδα
με δυνατό βοριά χαρισμένο ανάγλυφα στα κωλομέρια της.
Το κυπαρίσσι κόβοντας το χαύνο πέλαγος στη μέση
- ποιο πέλαγος όμως; -
προσφέρει θάλλει έντομα βουίσματα θηριωδίες.
Μαβιά να ’ναι τα σπλάχνα μου; - δεν το ’χω περιέργεια.
Μα είπα: πότε τάχα ναν την άναψε την κόλαση
ο θεός, με τι κούτσουρα; με τι δάση;
Μάλλον – αποκρίθηκα βέβαιος – με οδοντογλυφίδες.
Μιλώ και λέω τ’ όνειρο πως είν’ ο κρεουργός του ύπνου
δεν είναι του θανάτου το αντίδοτο.
Ενθάδε κείται νύχτα παλλακή γιομάτη εγγαστρίμυθους.
Η καύτρα στο τσιγάρο μου με κόκκινο ιδρύει το σκοτάδι.
το ξέρω πως η λέξη σκοτάδι δεν υπάρχει στο σκοτάδι
μητέρα της είναι η καύτρα /δρακοντόσχισμα/.

MORTEL ΑΠΟ ΣΥΝΕΣΗ
Δεηθώμεν.
Ακούγεται πιάνο βιαστικό.
Θα σας δώσω και δοκίμια
μην κάνετε έτσι...
Τρελός πεθάνω λογικός πεθάνω
δεν είναι το ίδιο;
Ποτέ δε φτούρησε η διάνοια και
η γλαφυρή σοβαρότητα
στη θεόπνευστη μου επικαρπία εμένα.
Γλώσσες λαλιές τα ρήματα
θα πάθετε λαχτάρα στην άγρια νεόνυμφη σιγή μου
θα σκουληκιάσουν οι φιλόδοξοι ήχοι
και θ’ απομείνει λίγο κάτουρο μονάχα
στα απονεκρωμένα σκέλια σας.
Του Αγίου Επιθέτου δεηθώμεν.

ΚΡΟΤΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Σκυλίσια κιονόκρανα στρόφιγγα
πριγκίπισσα του άρτιου αριθμού με ινδιάνικη σκυτάλη
στα νήπια κοκόρια χρυσαφίζουν
ένα πράσινο λάθος κι άλλο λάθος
με κάλτσες από μικρά φτεράκια
να ξαναλάμψει το Μάλιστα
ωσάν το αβγό στα δυο λιθάρια
ζωντανός είμ’ εγώ μεσ’ στο φαράγγι μου
τσακισμένος ολότελα απ’ το να υπάρχω –
θα ξεπαγιάζω στο λάκκο;
Ευφρόσυνα κι αγιασμένα μηδενικά
φτερουγίζουν ένα κίτρινο
φλυαρώντας ασίγαστα με ιώδη τραππιστή
τα γλυκόλαλα φρούτα του
το οιδιπόδειο του γιασεμιού με τη σελήνη
κ’ η ανάσταση που θνήσκει πανέμορφη
τρομαχτικά διλήμματα γενέθλια των φύλλων
ενόργανες εμπειρίες από αλληλούια
στον ήλιο του καλοκαιριού παγωμένη
η Ιλιάδα μέσα σ’ ένα
ποτήρι που ξεφλουδίζει το γυαλί του
κ’ η λησταρχίνα η τρομώδης εκείνη σεξουαλικότητα
ένα τεράστιο ακροατήριο από σταγόνες
η ανόρυξη του Μεσαίωνα σε απήχηση-όχι
πέφτει η αυλαία του φλάουτου στα άνθη
οι χιλιόχρονες εβδομάδες
χύνοντας μακριά μαλλιά στη χοάνη-ψαύση
παρθένο φίδι
του κεραυνού
η αστραπιαία
ελαστικότητα.
Κουνιάδος είμαι του κατάμαυρου Βράχμα.

ΟΠΤΑΣΙΑΣΤΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΠΤΕΡΩΣΗ
Προπύργιο δεν είμαι κανενός διανοήματος
ανεξήγητα κι όλα τους μαζί τα εξηγούμενα
συγκομιδή και προϋπάντηση στον αέρα μυριοπόθητη
το ταύρειο των αναστενάρηδων αντίδωρο ωιμένα
μού φάνηκε στην Αγία Ελένη οπού βρέθηκα θαυμάζοντας
πεπτικό μυστήριο από μεταφυσικές πρωτεΐνες
τόπος δεν είν’ ο θάνατος μυθεύματα δεν τα συσσωρεύει
/καρδιά μου δεν αντέχω πια στη νοημοσύνη.../
δεν είμαι πάντως εγώ που συνταράζω τις ανώφελες πλειάδες
πολυδοξία μόρσιμη ποτέ μου δεν την αποδέχτηκα ο άλαλος
φιλόκαινος όχι, πανάρχαιος οπωσδήποτε.
Φιλόσοφος δεν κατάντησα γυρεύοντας βαθιά την αμυδρότητα
λιγάκι στάθηκα να ξαποστάσω στην επιστήμη
το μόνο σωστό σταυροκόπημα.
Είθε να μην είναι χοϊκός ο κ. διοικητής της χωροφυλακής
cantabile στην αίσθηση για να υποφέρουμε το χρόνο
να μαζέψουμε το σκοινάκι μας ώς τον τάφο.
Είθε να μην είναι δυνατός ο χαμός μας απ’ την όποια κατάληξη.

ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΝΕΟΓΝΩΝ ΗΧΗΤΙΚΗΣ
Αναμέτρηση διψαλέων συλλαβών και προχειρότητας.
Η μέρα σώνεται στη γήινη κατάθλιψη και η νύχτα
τυχαρπάζει τ’ ανθοβολήματα στους κήπους.
Μεταδίδω ένα νωθρότατο μήνυμα στις δικές μου βραχύτητες:
- Εκείνος που χαζεύει στην εγκάρσια
υγρασία των υμνοφόρων ερώτων εκείνος
οπού πολύ πιστεύει στη ζωή – αυτός ακριβώς
ποτέ του δε ζει πραγματικά.
Τέτοια η αμφίεση η ειπωμένη λάλημα.

ΜΕ ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
υπέρμαχος των άστρων
εκτείνομαι
στην άπατη μοναξιά μου

ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΧΩΣ ΚΑΡΠΩΣΗ
Αν ήτανε τα σύγνεφα θα ήμουνα και εγώ
αν ήτανε τα φύλλα και το θρόισμα
και εγώ θα υπήρχα
σπινθήρες αν βγάζαμε στα χέρια μας
φωτιά θα βλασταίναμε.
Μα η ζωή δεν έχει τη δική μας περηφάνεια
υποκείμενο δε φυτρώνει
στο ξαφνικό που διαρκεί ώς το θάνατο
κι ολοένα με σπαθιές ηρεμίας
αναβρεφουργείται.
Τίποτα παλιό εδώ και τίποτα καινούργιο.
νιάτα να πεις θολώνεις από παρανόηση
τα γερατειά ν’ αδράξεις μετερίζι δε γίνονται.

17 ΙΟΥΛΙΟΥ 1979
Μακρινός ο ήχος απ’ τα πένθη
στο ακόρεστο ξέφωτο που οδεύουμε
τόσο λεπτή σαν κλωστούλα φυσαρμόνικα
στα σαρκώδη χείλη της βραδιάς η απουσία
ξετινάζοντας
όνειρα πρησκόμενα
κι αγιάτρευτα.
Είμαι πικρός και επώδυνος
από αρχαϊκότητα
ωσάν το στρουθί που ραμφίζει
τα μικρά του ευρήματα.
Είμαι σήμερα κλειδωμένος στην ευτυχία.
Τη μουσική μου δεν τη θέλω πια
σας τη χαρίζω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: