Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




La Forza del Destino
Μαθηματική απόδειξη του Ezra Pound
In tempore senectutis ένας άνθρωπος
φουντωμένος απ’ τις λαλιές ερημωμένος
αντιλαλεί στα βρεφικά χαράματα – που ο ήλιος
άβγαλτος ωθεί τη διαύγεια
καταπάνω με ουράνια δύναμη –
πιασμένος απ’ την ερινύα ο γενειοφόρος πετεινός
αντιλαλεί: Mortalitas, τον πιο καθάριο ήχο.
Ένας άνθρωπος αληθειανός κι αντρειωμένος.
Όταν πηγαίνω στο ποτάμι τον βλέπω πάντα εκεί
κανείς ακόμη δεν τον έβγαλε απ’ το νερό –
με τα ρούχα του
τα παπούτσια του
το καπέλο του
τον βλέπω πάντα εκεί
πνιγμένο.

ΕΝΑ ΞΟΡΚΙ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΦΩΝΑΧΤΑ
Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας οπουδήποτε –
στα πλοία στ’ αεροπλάνα στα καταστήματα.
Στο μίσος μετέχω μπαίνοντας πριν απ’ όλα
στα λεωφορεία.
Φεύγετε να φεύγουμε
φεύγετε ν’ αχρηστέψουμε τις πόλεις.

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΡΑΛΗΓΟΥΣΑΣ
Μη γίνεσ’ ένα μ’ αυτά τα καθιστόζωα
που σοφάρουν εξουθενωμένα και δένονται
στ’ αυτοκίνητα.
Ν’ απαγορεύεις το μέλλον ολόκληρο
στον εαυτό σου μέσα και να βλέπεις ήρεμος
το δυστύχημα της υπάρξεως.

ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ
Υπάρχω αθάνατα κ’ αιωρούμαι μονάχος
απάνω από έγχρωμες αβύσσους
μη μπορώντας να κρατηθώ απ’ το κόκκινο
ή να τσακίσω τα πλευρά μου στο μαύρο.
Θεσπέσια βροχή κι αξέχαστη
σε τόσα μυρωμένα γεγονότα!
Θα ’λεγα κιόλας την καταιγίδα, χωρίς έννοια
μεγάλη υπεροψία των στοιχείων.
Ο άδηλος κεραυνός αναμοχλεύει τους εύκολους τρόμους
βουλιάζει ο σκύλος και μέσα στους θάμνους
η νυφίτσα καρφιτσώθηκε τρέμοντας.
Πώς να την πεις την ωραιότητα του έαρος...
Την αφήνω στη φύση να ξαναγίνει.

Ο ΑΚΑΝΘΙΑΣ
Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δέντρο.
Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος
κ’ εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’ αυτοκίνητα.
Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν
ευλάβεια μη μπορώντας!
Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε
στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος
μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως
κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων
ο γιος του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου
και της ωραίας Νυοστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια –
όλη των άστρων η προχειρότητα.
Θα ’θελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου
θα ’θελα να ’χει γίνει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια.
Βλέπω χιλιάδες αντικείμενα κι ανάμεσά τους
ο προφήτης Mobil
εξουσιάζω τους δαίμονες και τους αγγέλους από ζελατίνη
χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς Ιωάννη
στα τέσσερα τα πέρατα μια πύρινη χοάνη
σκοτώνει την Ταχύτητα με σκούξιμο και χάφτει
τεράστιες καμπύλες από τίποτα.
Βλέπω τα τελευταία δέντρα του πλανήτη.
Κάποια στριμμένη μάγισσα υφαίνει τα μαλλιά της Ανδρομέδας
ένας κωφάλαλος αρμέγει στεγανόποδα κι ανθίζει
σε πολλά εκατομμύρια δόξας ο μονόφθαλμος Ένθα.
Η Βίβλος έκανε την απόκλιση, μακραίνει
το χαμόγελο της Ήρας
τ’ αρχαία ειδύλλια σείονται κ’ η αράχνη
στην άγραφη προφητεία πλαταίνει.
Χωρίς ανάγκη ολ’ αυτά δίχως αντίβαρο.
Τ’ αηδόνια τουρτουρίζουν αλάλητα
κ’ η δροσερή οπώρα πέφτει στο πετρέλαιο.
Έρχεται φλόγα και στήλη δυνάμεως
οι λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Ωιμένα
ο χρόνος πέταξε τη σκάλα κ’ έχει λόξυγγα –
ο κάθιδρος κοντορεβιθούλης χαϊδεύοντας το Ωμέγα.
Κρούομαι από έρωτα, βουλιάζω μέσα στον τρόμο.
Η μύγα ντύθηκε σπίθες αναρίθμητες
ο σκαραβαίος χορεύει παγωνάτος
ένας ανάλγητος ουρανός αγνοήθηκε
κι ο ύπνος αρμολόγησε τα ψηφιά του
τυχάρπαστος.
Εκεί λοιπόν είδα να σφραγίζεται για πάντα
με κάτι κόκκινα λουκέτα κατακαίνουργα
ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα
σε τρομερά κιβώτια σιγής και μια γουρούνα
καθότανε στην άκρη χύνοντας
τα πιο όμορφα δάκρυα στους απέραντους κόσμους.
Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε
φωνή μεγάλη: Κρατηθείτε! –
Δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κ’ η αγάπη
τα στήθια γίνηκαν αφτιά κι όμως ακόμη
τα μάτια βλέπαν έντρομα στη χάση των αστέρων.
Είδα και τάχτηκα να μαρτυρήσω.
Ζώνες ερυθρές του Ακανθία κι αθρόα φάσματα
νυσταλέα ερπετά η μοναχική Ορνίθη σπαρταρώντας
ακέφαλη.
Σ’ αυτή τη φοβερή διανυκτέρευση
ναρκώθηκαν όλες οι θεωρίες
και βγαίνει ετερόγναθος ο Υπεριώδης –
γαλανός ο φόνος και ο νόμος ακόρεστος.
Ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις
φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα!»
ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία
και ψάλλοντας αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια.
Σα να τους βλέπω πάλι, σα να μην πέρασαν, αλήθεια,
αιώνες τώρα κ’ αιώνες...
Άλλοι απ’αυτούς με λαμπερά ξυράφια κόβουν έρημοι
τους αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας
άλλοι με γρήγορη βενζίνη καίνε τους βουβώνες
ανάμεσα σε δέσμες ελλείψεων που συστρέφονται
μοιράζοντας ρόμβους, άλλοι τόσοι, της ουράνιας σωτηρίας
και ξεφωνίζει η καιόμενη Φυλλίδα
στη σιωπή που χύνει ο Απέναντι του Ρίλκε.
Γκρεμός ειν’ οι καμπύλες της
κι ανίδεο τ’ αγέρι τις θωπεύει
καθώς ορθώνει στα ωχρά δευτερόλεπτα
τη δική του χαρά ο πτηνόσαυρος.
Τότε φωνάζει κάποιος «αποτύχαμε στο θάνατο»
και μια γριούλα με χουνί τον αποπαίρνει τραγουδώντας:
«Μια ιστορία εγκυμοσύνης είναι τ’ άνθος –
δεν το ξέρατε; Γιορτάζει σήμερα η κολοκύθα!»

ΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Ένα μεγάλο κύμα καφτερά τζιτζίκια
που σβήνει ξαφνικά ή ξεθυμαίνει
σαν πυρκαγιά στ’ αφτιά μου σαν κακούργημα
ένα μεγάλο κύμα καφτερά τζιτζίκια
φοδράρει το κενό των όντων.

Εδώ δεν έχω τις παλιές αναγγελίες.
Μου φαίνεται πως απόμεινε η πείνα μας
ως η πιο τρομερή πραγματικότητα.

Το Tao δεν επιτρέπει την ευτυχία.
Το Tao δεν επιτρέπει τη δυστυχία.
Ούτε θα επιτρέψει άλλωστε την αθανασία μας
καθώς ποτέ δεν επιτρέπει το θάνατό μας.

ΜΕ ΚΙΤΡΙΝΑ ΜΕΓΑΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!
Μου το ’παν οι τσιγγάνες ένα βράδυ.
Μου το ’χε πει κ’ η μάνα μου παλιότερα:
«Πρόσεξε, πρόσεξε σ’ αυτό τον κόσμο που σ’ έφερα.
Στο λέω για το καλό σου, παιδάκι μου,
CINTURATO υπάρχει μόνο PIRELLI».
Μα εγώ δεν την άκουσα.


ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ
Ο ΜΕΙΛΙΧΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΒΑΡΟΣΣΑ
Un Poete sauvage avec plomb dans l’ aile –
TRISTAN CORBIERE
Γέροντας πια και πρώην καπνιστής
μονάχος με τα γένια του στο άκαρπο το ύψος περπατώντας
από νέφη σε νέφη, το ανθρώπινο, τι δρόμος,
με μικρούτσικα βήματα κωμικά και ξεβίδωτα
στην αλύπητη μουσική τους ακούγοντας
τα φτηνά του τα ξύλινα συρτοπάπουτσα
ο Βαρβαρόσσας το συνήθιζε να λέει: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Έτσι μιλούσε, τιποτ’ άλλο δεν έλεγε,
γλείφοντας με λεπτή συγκίνηση τα χείλη.
Μαύρη μεγάλη τρύπα τον τυραννούσε
στο στήθος που ’χε τώρα παλιώσει
ξεχειλώνοντας οικτρά το κρέας!
Όλοι τον κλάιγαν αμίλητοι σαν ήμερο κι αξιοδάκρυτο
δράκο παρωχημένο
σαν από αιώνες, αλήθεια, ξαφνιασμένο
και μ’ ευλάβεια κούφια του χαρίζαν οι ψεύτες
ένα κάποιο συμβατικό προσκύνημα.
Εκείνος όμως είχε μια φριχτή σοβαρότητα
δεν έδινε σημασία στον ευχάριστο σεβασμό τους –
άλλωστε ποτέ δεν εξαρτήθηκε –
μα υποφέροντας βαθιά τον εαυτό του
τα οράματα που χτυπιούνται σαν κάποτε
τα φτερά του κόκορα που ’χε σφάξει τα κρασάτα
τίναζε ξάφνου κάποια στιγμή το κεφάλι του προς τ’ απάνω
και γινότανε κείνος ο παλιός κι ανελέητος τρόμος
ανοίγοντας το στόμα του στην κατερήμωση
σαν αποτρόπαιο τέρας της χειμωνιάτικης Προΐστοριας
κι αποσπούσε μ’ ένα κρακ τη μασέλα του
την έριχνε μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό δίχως ευγένειας
δίχως κανένα σύμπλεγμα που τον έβλεπαν ολόγυρα
χτυπούσε τα παλαμάκια κ’ έμπαινε σιγηλή κι αθέατη
μια χανούμισσα δίκοπη στο βαθύ μετάξι θροΐζοντας –
τι θλιβερό το θέαμα η γρήγορη υπόκλιση ... –
και έσπρωχνε κοντά του την άσπρη καρέκλα.
Εκείνος τότε καθότανε (με προσπάθεια ολοφάνερη)
κάνοντας αλλόκοτα κινήματα
και στήλωνε τα μάτια του στη μασέλα.
Οι παριστάμενοι φεύγαν ένας-ένας με θεατρίνικους τεμενάδες
οι ώρες περνούσαν ολοένα, κατά την άσχημη
και θλιβερή συνήθεια: την πραγματικότητα.
Εκείνος όμως έμενε να κοιτάζει βοερά τη μασέλα
βουλιαγμένος
απέραντος
αναπόσπαστος...
Κάποτε, βέβαια, ο ύπνος που ξέρει τις αποσβέσεις
έδινε τέλος σ’ αυτή την κατάσταση
μα την άλλη μέρα τα ίδια πάλι: Με συγχωρείτε,
τι να κάνω, οι αισθήσεις με πάνε στις αισθήσεις.
Ένα ζωνάρι σύννεφο στη μέση του βουνού με συναρπάζει...
Τα λόγια τούτα του Βαρβαρόσσα
μισο-ηλίθια θα ’λεγα και πάντως απελπισμένα
μέρα τη μέρα περίτρεχαν τους δρόμους, τα σπίτια,
τους μπαξέδες
κ’ είχαν, αλήθεια, γίνει στην Πόλη κοινή κουβέντα κι αστείο
στο φούρναρη, στο μπακάλικο, στο ζαχαροπλαστείο,
των ηλιόλουστων χοτζάδων που χαίρονταν τη ματαιότητα
του γοερού ντελάλη του παμπόνηρου βεζίρη
των βαρκάρηδων του Βοσπόρου της Ωραίας του Πέραν
αλλ’ ακόμη και του ίδιου του μυτερού σουλτάνου
καθώς έλεγαν οι ιχθυέμποροι που κάθονταν εύοσμοι
στην πιο αριστοκρατική συνοικία.
Ο Βαρβαρόσσας όμως είχε το δράμα του...
Τιποτένιος απ’ το γήρασμα και γιομάτος από τεφρώδεις
τρόμους και παραισθήσεις ο άλλοτε τροπαιούχος του αίματος
κάθε τόσο κοντοζύγωνε στα πικρά παράθυρα
για να διώξει με τα χέρια του τις ολόσωμες οπτασίες
τα λουλούδια φτύνοντας τ’ ανοχύρωτα στον άκακο μεγάλο κήπο
και τ’ αηδόνια στους κλώνους αναθεματίζοντας
γοερά προς τα έξω γερμένος.
Μάλιστα λένε πως κάποτε φώναξε σ’ έναν υπηρέτη:
«Γερός αντίπαλος η ζωή, σαν το Κοράνι,
το στεφάνι της δόξας μου ’ρχεται μεγάλο».
Φράση για πέταμα.
Ωστόσο θαν την ένιωθε ο ναύαρχος.
Κι άλλοτε λένε λιποθύμησε μ’ αυτά τα λόγια φρενιάζοντας:
«Αχ να ’τρωγα το φως! να μην έβλεπα
τα σταυρωτά σίδερα στα ρολόγια...»
Με τέτοιες, αλήθεια, σκέψεις έρημες ωσάν τα σύκα
που χάσκουν έξω στη φύση τον Ιούλιο –
σακαράκα ο φτωχογέροντας ή μάλλον
ολάνοιχτη πόρτα και χειμώνας ο ίδιος
έμπαζε τις αθρόες αντιφάσεις
και ξύλιαζε ο σπαραγμός του – τι παράξενο,
σε πολύ τρυφερά δευτερόλεπτα.
Ο κόσμος δεν τη χωρούσε τέτοιαν απόγνωση
και κανένας θεός δεν έβγαζε σπινθήρα.
Η φύση τώρα του ’χε γίνει φανταστικότερη
τα φαιά πετρώματα η αγιότητα των θάμνων.
Αλαφιασμένος αποφάσιζε χαμάμ ο τρισάθλιος
δίχως ανάσταση μεσ’ στους ανάερους ατμούς τους ομιχλώδεις
κι ονειρευότανε στην άκαρπη γύμνια του τη φιλήδονη
τους γκρεμισμένους έρωτες τους τόσο πεθαμένους
την εύκολη στύση του λουτρού με σκλάβες ωσάν κάτασπρα λαγούτα
χαϊδεύοντας πότε-πότε τ’ αχαμνά του τ’ ανεξήγητα
που τα ’χε σακκουλιάσει απαίσια το γήρας.
Από κει μέσα έβγαιν’ όλος ανακούφιση
και λένε τα κιτάπια πως μια μέρα του έαρος
δυο-τρεις νεράιδες πάμφωτες τον έριξαν σε δέκα παραδείσους
όπως τους είδε φλογερά σε σμαλτωμένην άβυσσο
με στραβοκάνες νύχτες πλαγιασμένος ο Προφήτης
όταν η μια τα χείλη της ανάβοντας του κράζει:
«Χαϊρεντίν, η τρικυμία είναι τ’ άνθισμα της θάλασσας»
κι ο δύστυχος αποκοιμήθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: