Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..
Η ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΙΑ
Ορυμαγδός που λήστεψε τ’ αφτιά μου στα χιλιοστά τους…
Αλύχτησα για τους αμέτοχους ησυχασμούς μέσ’ από μυριάδες
έντρομα
κι αγιάτρευτα στις Τράπεζες δισεκατομμύρια
εκείθε κιόλας ενιαύσιοι νεκροί στ’αγέρι να σιγοσφυρίζουν
ενεοί και απόντες απ’ τα οστά τους
κ’ εγώ ο αύτανδρος τραγουδώντας κι απαγγέλοντας
αγριοχόρταρα
στα κοιμητήρια σας μια για μια πάντα εφτασύλλαβος
μυρίζομαι την καταστροφή μου σε κατάσταση μοναρχίας όπως
η νύχτα η θεόμουρλη
φορεί ξανά και χαίρεται των άστρων τις χειροπέδες –
κοιτάχτε τη
γαλαζώνει της αυγής η αλήτισσα την ελευθέρωση
ξεθυμαίνοντας με γηραλέους χαζοφιλόσοφους
ασπρομάλληδες
νοερά δηώσιμους όρθρους.
Καλά λοιπόν… Ήρθ’ ο καιρός ν’ ανοίξω τ’ αχαλίνωτα κ’ εγώ
πανιά μου
οπού φταρνίζονται πυκνά και τεντωμένα στο Αδύνατο
να μη λιμνάσω πια σε κανένα ροχάλισμα, όχι,
να μην τα αποπάρω πια
τα τρωκτικά -: τη Θλίψη και τη Ματαιότητα
χωρίς να κολακέψω σήμερα ή αύριο το παλιόβροχο
οπού θέλει – για σκέψου… - να με κάνει κάπως ανθρώπινο.
ΑΛΛΟΦΡΟΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ
ο γενέθλιος μήνας μου στα θολερά
λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ έναν απρόκοφτον ίσκιο που αναβλύζει
δονούμενος από φευγαλέα
φωνήματα κληματαριάς – τι άρια
ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση...
Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ίδρωτα
λουσμένο μουσείο
οπού ’χει να δείξει σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.
Μοναστήρι παμπάλαιο τούτος-εδώ ο ύπερος.
Δεν επιτρέπω υπολειπόμενα δάκρυα
προχωρώντας με χαυλιόδοντες αταραξίας
ανάμεσα στα μελανθή με φως ανήμερο
να κατακάψω και τις πέντε ηπείρους.
Την καλησπέρα μου στα Ιδανικά σας.
ΑΠ' ΤΑ «ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΝΟΧΛΟΥΜΕ»
Ας παραμείνουμε στις άγιες αντιφάσεις της καθαρότητας, ανατολικά του τοτέμ, δυτικά της κακουργίας, στο απροσδιόριστο σημείο που η παίχτρια ύπαρξη λιανίζει τα νευρικά συστήματα. Ποιο είναι το ποινικό μητρώο μιας τίγρης; Θαν το βρούμε πουθενά γραμμένο στην άπλαστη πλάση; Φαντάζομαι αντίδικό της το ζαρκάδι, κρέας που παίζει από θεσπέσιο αίμα, νοστιμάδα στο τρόμαγμα -, τι τώρα θα υπολογίζουμε τις λεξούλες... Τυφλώνοντας τους δικαστάδες με την κηλιδωτή λάμψη της η τίγρη θαν την κέρδιζε τη δίκη και το χειρότερο-: το άχραντο ζαρκάδι θα πλήρωνε και τα δικαστικά έξοδα. Γιατί τούτος ο κόσμος αναβλύζει απ’ τη μελαγχολία, είν’ αυτή η αμύθητη μουσική που ερμηνεύει η γιγάντια ορχήστρα των όντων, ένας αυθαίρετος μαέστρος διευθύνει κινώντας την απουσία. Ενδέχεται λοιπόν η τίγρη να χειρίζεται τα τύμπανα, το ζαρκάδι να ’ναι αρπίστρια, δεν ξέρει κανένας.
ΦΡΙΚΙΑΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝΟΣ
Ας είχα λίγες λέξεις αλλιώτικες
να άλλαζα τα επώνυμα της αγωνίας
να πήγαινα πιο πέρα κι απ’ του σκύλου
την απλότητα
για να ’χτιζα κι αλλιώς το πεπρωμένο.
ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Φθινόπωρο νεροποντές του έτους τα προαιώνια
λυπηρά μακρόσυρτα λοίσθια
χαράζοντας εύνοιες στα μόρια του μέλλοντος
ευτυχία παράξενη
στη χαρμόσυνη φάση του αίματος: την καρωτίδα.
Στεγανές πολλαπλότητες ή
το γάργαρο βασίλειο της ενότητας;
Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ
Ζωή>Ποίηση
Ζωή<Ποίηση
Χάρισε τον εαυτό σου στην απροσπάθεια -
ΜΟΝΟΛΕΚΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΟΛΙΓΟΛΕΚΤΑ
θεογραφία
πάτερ ημών ο εν τοις
ουρανοίς (κανείς)
κάνιστρα με
σκυλοχαρούμενα
τριαντάφυλλα
aeternitas = neant x mortalitas
ερωτοθραύστης
η φλεγόμενη ποίηση;
μεζεδάκι απ’ το Άλυτο
η λεγόμενη ποίηση;
λύσις συνεχείας του πνεύματος
λογοπαίχτης από άνηθο
νυχτομανία
εσύ ποιος είσαι;
εγώ-δεν-είμαι
γεια και χαρά σας ωρέ πολύωρα
κι ανώδυνα δάση
με Δρυάδες και ξέπλεκες
ομορφάδες
οδοιπόρησε αργά στου θανάτου
την ετοιμότητα
διαδήλωση και κηδεία είναι ένα
τον αγέρα τώρα πώς θα τον
κάνουμε βιομηχανία;
η πραγματικότητα φαγωμένη
απ’ τα έλκη της ιδεολογίας
με τι βιασύνη προχωρεί ο Ιησούς
εφέτος
προς την Ανάσταση...
Παραμερίζει πανέρια τεράστια
γιομάτα βιολέτες
σπρώχνει τους αέναους
παπάδες
τινάζει νευρικά προς τα πίσω
τη μαλλούρα του
το γεγονός είν’ ολοφάνερο:
βαρέθηκε
ο κούρος της γλυπτικής
το ξεροβόρι
μυθοκλασία μετά το πέρας
της κακουργίας
η λεκτική τρυφή μου: μηδενάκι
τεντώνω σήμερα την ηλιθιότητα
Πυροφάνης ο Έγλειστος
των Υδάτων
ένα σκυλί που ούρλιαζε
τη νύχτα
κι όλο ούρλιαζε
Μάρλοου Μάρλοου
νοόφως
ο Ταμερλάνος λιάζοντας
το θάνατο
στα χέρσα στήθια του
χειροτερεύω από πελώρια
δύναμη
κομματιάζοντας εβδομάδες
με λυσσασμένο Paganini
τυμβωρύχος το θετικό ηλεκτρόνιο
αυνανίζεσθε και μη πληνύνεσθε
όχι ηδύφωνος
ένα τυχαίο τοιγαρούν
επιμένει στη νόηση του Πέραν
ευωχία της παλιόκοτας η
καρπουζόφλουδα
έαρ
η γνόφος
μια μέρα με θεόφτωχη βροχούλα
θα χωθώ
στον τάφο μου και θα
χουζουρέψω
την ταυτότητα σας
την έχω ξεχάσει
στη νεφελουργία μου
θεότρελος. αστυνομία.
την αστυνομία!
έπομαι
κρασάκι αμέριμνο
τίποτα πιο υπερφυσικό
απ’ το ίδιο το φυσικό
βρε άνθρωπε τέτοια αιώρα;
η αγιασμένη φίλη μου
η Ιουλία
με ικέτευε:
- Μη μου μιλάτε στον
πληθυντικό
τα μάτια της τα έκλεισε
με άγριο πληθυντικό
μα όμως
πριν απ’ τον εξαφνικό της
θάνατο
πρόλαβα να ψιθυρίσω:
- Στα αστρικά μας
πεπρωμένα θα μιλήσουμε κάποτε
στον ενικό του φωτός
ένας θεός και ένας διάβολος
αθροίζονται σε δύο
σιωπητήρια.
τρίτος όρος: η απομόναχη
ομορφιά τους
επιτέλους χιλίαρχος
τι είν’ ετούτο;
η Ιστορία
τι είναι τ’ άλλο;
είν’ η Φύση
- διάλεξε το δεύτερο
που είναι το πρώτο
πίνοντας ως το φουκαριάρικο
συκώτι μου
πώς θα ’μουνα αλήθεια μέσ’
στην κάσα μου;
το τι γέλιο θα πέσει κάτω
απ’ το καπάκι της
με κείνα τα υπέροχα
νεκρώσιμα...
ρωμαϊκή προοπτική στον
κυρ-Αλέξανδρο
(φραστικό παράδειγμα
ημιφρένειας)
οραματίζομαι
τη μη-οραματικότητα
ο πρόεδρος Μάο την έσκισε
την Πείνα
αιώνια δόξα
η Ασσυρία με κράνος
μοτοσικλέτας
η μαθηματική γλώσσα
του Ζήνωνα
κομμένη ωσάν
από αρνιού κεφαλάκι
(χάρισμα σε σιγή νηπιώδη)
liberte fatalite modernite
χρυσαφένιο κρυολόγημα
στα ολόξανθα μάτια
δάκρυα ή φυσίγγια;
η απόκριση: δουλειά
του καθενός μα οπωσδήποτε
με κατάμαυρη σημαία
στα χέρια
άντε μωρέ παλιόκοσμε
που θα κάτσω
να προγραμματίσω
αυτό που βλέπεις δεν
κατάγεται απ’ την όραση
η φαντασία της
πραγματικότητας
αφοδεύει γιασεμάκια
να πάρουμε μια ζυγαριά
και να ζυγίσουμε
τις μανάδες μας
τα βάσανα και οι πίκρες
ωσάν τη δοτική στο ευαγγέλιο
στην αορασία μου
- δακρυγόνα ινδάλματα γελοιότητες
του αισθήματος
κουράγιο να κερδίσουμε το χάλυβα
ο θάνατος μας θέλει ανέπαφους
από έρωτες κι αηδίες
το ύψιστο: κρασάκι
με κάπνισμα στομώνοντας
τις κοσμοθεωρίες τα δειλά μαντολίνα
η αρχαιότερη μελωδία
εχει τ’ όνομα λάμψη
στα μάτια του θαλερού δεινόσαυρου
και στη βλάστηση
λυπήσου με ήλιε λυπήσου βρε νύχτα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου