Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..
ΛΟΓΑΔΗΝ /ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΙ ΧΤΙΣΙΜΟ.../
Φεύγω από τίποτα; Μένω σε τίποτα;
Η πένα μου βαθιά το νιώθω: ξεψυχά
σε δουλικά χαράματα
οπού κρατιέμαι χωρίς ανερμάτιστα φαινόμενα
/χειρόφρενα θεότητας/
εικονίζοντας εικασίες βραχνιασμένες
τοπωνύμια ερεβώδη:
η επιθετική μου μεταφυσική
για να υπάρχω χειρότερος.
ΤΕΧΝΗ /ΒΕΛΟΣ/ ΠΡΟΣ ΥΠΑΡΞΗ
Νύχτα του μεγάλου κόρνου. χωθήκαμε
στο ξωκκλήσι
γιομάτοι δέος απ’ τον ολόαγνο κοκκύτη
τ’ ουρανού
στοχάζοντας τη θύελλα ωσάν επίθεση
για να μας τραντάζει το μη-Είναι.
L’ heure de la laideur.
Ένας άξαφνος κλόουν σπάζει τ’ αβγό
του Πάσχα
την κόκκινη μύτη του πετάγοντας κίτρινο.
ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΚΑΥΣΩΝΑ
Τείνουμε ολοένα σε βιαιότητες διαφέροντας απ’ τα ζώα
ως προς τη ζωωδία μας μονάχα.
Για συγκόλλησε την ανάπνια σου με το αντικείμενο
που τουρτουρίζει tat
είν’ η αμφίνοια στον ήλιο λάμπουσα τα κόπρανα της μαύρης
αίγας
από μέσα tat απ’ έξω tat τα συνηχούμενα δίχα
σε χορογραφία της γλώσσας
εγκυμονώντας ή εκτιτρώσκοντας
μαραζωμένες φωτιές από φώκιας ασπράδι
τη νύχτα καρβουνοζωή με ζου γαμψόνυχο λένε οι Λάπωνες
τη νύχτα κλάνει το νερό στις υπναλέες βρύσες
το σύμπαν είναι ξακάθαρα γλωσσικό – η συμφορά μας –
ανοίχτε
εγώ μυήθηκα για παγόβουνο
tat -
ΒΑΒΥΛΩΝ Η ΜΕΓΑΛΗ
Σάλπιγγες από ανάερο Σικελιανό
φλάουτο από ανύπαντρο Καρυωτάκη.
/Στο φινάλε τι συνοδεύει τέτοιαν ώρα
τις νυχτιάτικες κιθάρες…/.
Να το θέρος – ο έναστρος Ήφαιστος – ανοίγοντας
ακρεούργητα ζητήματα μωρίας-:
οι άθλιοι ευημεριστές
νοικιάζουν έναν ήλιο κρετίνο στα νησάκια τους
μια θάλασσα φορεμένη
στα σχέδια του χειμώνα.
Ξεδιαλέγοντας άναυδο τα βράδυα σχηματίζω τις φράσεις
ποτίζοντας άνηθο ανασταίνω τα ήθη.
Δεν ξέρεις από έλευση ζωής
κάπηλε χτηματία του χρόνου
δεν-ξέρεις-αριθμοσύνη.
Θ’ αποτελέσει θρίαμβο στα πιανίσιμα του μέλλοντος
που κάπνιζα τις συλλαβές σκοτώνοντας
ζωύφια-δευτερόλεπτα.
Δε βαριέσαι; Τι Επίκτητος να σεργιανάς
τι σωστά ντυμένος Αλ Καπόνε
με τη φαρδειά κορδέλα σου στο καπέλο σου
με ρόδινες χοντρές γραβάτες…
Το γεγονός είναι ένα -: θα πεθάνεις.
Χάσμα ο Σούμπερτ ανεξιχνίαστο.
ΗΜΙΚΙΟΝΕΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
με χέρια ελαφρώς ελλειπτικά κι απαρέμφατα συμπυκνώσεως
η Σίβυλλα φθέγγεται σιγή σε υπερβόρεια θλάση
πόσα κυβικά; /αυτό δε θαν το μάθω/
ρεμάλια τ’ ουρανού τ’ αστέρια την περνούν κοτσάνι κάθε βράδυ
δεν ξέρουν από ύπνο κι από σκοτεινή εγρήγορση
χαραμίζουν εκείθε του Κέπλερου την απλέρωτη νοοπλοΐα
κι ο Ιούλιος Καίσαρας
απολαμβάνει τις μαχαιριές
τυλίγοντας την όραση με δροσερές τσουκνίδες
ρημάζει μ’ ένα άσπρο αχ την αφή του
στα μάρμαρα
τεχθείς κι ο θάνατος μαζί με τη ζωή: σ’ όλη τη ματαιότητα
ευγνωμοσύνη
σε θρομβώδη νερά λιγοκύλιστα
η καρδιά μου συλλαβίζει την τεχνική της
τάσι δεν έψαξα να πιω μα αναπνέω δυσάλθητος τα έμφυτα
θάμβη
η διαβατάρικη ομορφιά ενός ήχου όπως
όταν προφέρουμε κράμβη
κόντεψα να υπάρχω σήμερα πρέπει όμως να κλειδώσω τώρα
ο τερματοφύλακας εκφράζει μητρότητα
δε μ’ αρέσει αυτή η θέση στο ποδόσφαιρο
ΑΥΤΟΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΦΑΛΤΟΔΡΟΜΟ
Συχνά διανοούμενος ωσάν ηλίθιος ή μόλις ποιητής
χάνοντας απ’ τα μάτια μου τα ευλύγιστα
σμήνη από ηχοφρένεια /είν’ επίδεσμοι αιματωμένοι
στη φαεινή πληγή του μυστηρίου/
συχνά τα λόγια μου τα κυνηγούν ερινύες και δράκοι
πανικοβάλλοντας την τόσο νευρική μου προφορικότητα
φτερουγίζουν έτσι κάνα δυο λέξεις ερείπια
γλιτωμένα σε χορτάρια από φράσεις θνησιμαίες κι αβέβαιες
το στόμα μου δεν υφίσταται -, τείχος η λάμψη που υφαίνει
αιματηρά τη φθαρτότητα.
Για ιδές ψηλά, διάττοντες -: τα ρίγη που θρυμματίζουν
τη βραδινή κι ασώματη θεότητα.
Δεσμοφύλακες είν’ οι λέξεις τραυματίες τα γάργαρα σώψυχα
ψηφιδωτό σε ηλιόλουστη σιγή: στα λιθάρια υπ’ ατμόν η σαύρα
πολύκλωνα όνειρα εδάφους κι άλλα φυτικά μνημόνια
σήπονται στην αγχώδη απεικόνιση στα ελεεινά
νυχτώματα στην έρπουσα υγρασία.
ΈΧΟΥΜΕ ΚΑΘΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΚΟΙΜΟΜΑΣΤΕ
ή μήπως όχι;
για σκέψου να ανήκε στο κράτος
ο ύπνος
τα πράγματα θα ’τανε δύσκολα
θ’ αγοράζαμε ύπνο με δελτίο; ή ελεύθερα; και πόσο;
κι αν είχε παραχωρηθεί στην ιδιωτική πρωτοβουλία; ποια
η τιμή του σήμερα;
θα πεθαίναμε από εγρήγορση χωρίς χρήματα;
οι πάσχοντες από αϋπνίες τυχερότεροι λιγάκι
--- δεν είν’ έτσι;
για σκέψου να μη μας ανήκε ο ύπνος.
ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΣΤΗ ΝΕΡΟΠΟΝΤΗ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΜΟΥ
διαβάζοντας εγώ τα μελλούμενα κατάσαρκα στο πικραμύγδαλο
θρυαλλίδα είν’ τα τραγούδια σου καημένη μου ρίγανη
κάθε βράδυ
τρόμος ανοίγει το μεγάλο φουντωμένο κόκορα στα δυο
δεν κατουρήθηκε εκείνος ο νευρολόγος ακόμη
γιομάτη ψύλλους η θεωρητική μας διαμονή κι ωστόσο
με δαγκωνιές της πείνας απ’ τους μαύρους παγετώνες
ο θάνατος: το γουδί το γουδοχέρι
ΤΡΙΠΤΥΧΟ
Η γραπτή ποίηση
σωριάστηκε στο στήθος μου
σαν ένα τίποτα.
ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Η κότα έκανε τ’ αβγό
ή το αβγό την κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η μη-κότα έκανε το μη-αβγό
ή το μη-αβγό τη μη-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα έκανε το μη-αβγό
ή τ’ αβγό τη μη-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η μη-κότα έκανε τ’ αβγό
ή το μη-αβγό την κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα-μη-κότα έκανε τ’ αβγό
ή το αβγό-μη-αβγό την κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα-μη-κότα έκανε το μη-αβγό
ή το αβγό-μη-αβγό τη μη-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα-μη-κότα έκανε τ’ αβγό-μη-αβγό
ή το αβγό-μη-αβγό την κότα-μη-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου