Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΞΕΘΩΡΙΑΣΜΕΝΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ
Σας έλεγα: γιατρός κ’ ετοιμοθάνατος το ίδιο πεθαμένοι.
σας έλεγα: γιατρός κ’ ετοιμοθάνατος ανάμιχτοι
στην άνθηση του λάκκου σαν αμφίβλαστοι
τα χείλη τους απόχρονα λιθώματα μια μέρα
στον ίδιο πικροπίδακα στο ίδιο ρήμα.
Ιθαγενής είναι ο θάνατος
απ’ όξω δεν υπάρχει χάρος.
ιθαγενής είν’ ο θεός δεν είν’ αλλόχθονας
κι αυτό σημαίνει πως ο κόσμος πρυτανεύει.
Το ζήτημα είναι να μην κάνεις ίσκιο
κι αγάπηση φριχτή στην ορατότητα.

Ο ΑΚΛΑΥΤΟΣ ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ DE SADE
Ας μιλήσει τώρα στην εύκρατη σιγή της ερημίας
ο άπλυτος ετούτος ουρανός ο καλαμοκάνης.
Όχι πυκνό το ποίημα σήμερα.
να μην αφήσουμε τη λεχτική
ψαχνίδα ναν το κυριέψει.
Δεν ήτανε σα γαλανή φλογίτσα του καημού και μοναχάκης.
ήτανε καύχος μ’ ένα στήθος από κουρελιάρικα έντομα.
Κ’ είχε θα λέγαμε γοερά στα χέρια του την ηλάγρα
για να βγάλει το καρφί του θανάτου:
τον είχε πάρει μονοσκοίνι τον έρωτα
γυρεύοντας αδιάκοπα να καρφώνει
την ηδονή στα δροσομέλανα βάθια.
Ένα εγώ έχω τ’ όμορφο: που δεν αποφεύγω τη θανή μου.
Σ’ αυτά τα λόγια το ανάθρεψε το άπειρο
μ’ αυτά τα λόγια σαν αμέτρητα πεσμένα φύλλα
τον τάφο του τον έκανε αόρατο στον κόσμο.

Ο ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ
Ανάμεσα στους ήρεμους
νόμους της νιόνυφης
νοικοκυράς: της επιστήμης
ανάμεσα στα κρημνώδη και διάπυρα
ύψη της ανάγκης
ο ύπνος βασιλεύει στα διλήμματα κ’ εγώ
ο μαύρος ταξιδιώτης το αστραποσάκουλο
μαζεύοντας τα έαρα των δευτερολέπτων
ανοίγω πότε-πότε τα μάτια μου και βλέπω
τ’ αλλαγμένα τοπία την άφατη μεταβολή.
Πλήθος τα μνήματα της πλάνης. ευλογία –
κ’ η φθίνουσα σελήνη στα ολόφωτα
υπόγεια της αγάπης ένα δύσκολο
πνεύμα δαψιλεύει.
Χάρος η όψη του έρωτα.
η ψίχα του
τη ζωή την αγριεύει.
Σκοπεύω σήμερα να προκαλέσω το μέλλον.
Εγώ το αρχέγονο μυαλό της ανθρωπότητας.

ΝΩΘΡΟΚΑΡΔΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Για μια καινούρια καταλόγχιση
των αμοιβαίων όντων
εγώ θ’ αναμερίσω όλα τα φυλλώματα
κι ορέχτηκα να εκτίσω
τον εαυτό μου ωσάν κάτι το αστραπιαίο.
Κανένα μεταφυσικό βελούδο στο αίνιγμα.
επιτέλους μεταφυσική
είν’ ολάκερη η ζωή που κορινθιάζουμε.

ΒΡΑΧΟΝΗΣΙΔΕΣ
α
Ο κόσμος είν’ αθάνατος γιατί πολύ πεθαίνει.

β
Και με τα μαύρα μάτια σου το μαύρο σεργιανίζεις.

γ
Βρήκα ζακόνι του θεού που χάνονται οι μάνες.

δ
Αληλοτρογώμαστε εγώ και ο χρόνος.

ε
Το θέμα δεν είναι η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ιδεολογίας
(αυτό είναι εύκολο).
το θέμα είναι η ανάπτυξη σοσιαλιστικής ψυχολογίας.
(αλλ’ αυτό είναι δύσκολο).

Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ
Homo erectus απόμακρη αφετηρία της Ιλιάδας
δεν ήτανε καλύτερα να ρεμβάζεις με τα τέσσερα;
Δε σου ’φτανε το αηδόνι να εκκλησιάζεται
στους αφροδίσιους κλάδους των δέντρων;
Τι διάολο την ήθελες την έκλυτη Ωδή του ποιητή
στα σωθικά του τα πικρά τα αιματοτσακισμένα;
Τώρα τη χάνεις δυο φορές την ομορφιά
σ’ ένα φριχτό ξερίζωμα ουρλιάζοντας ζωή και τέχνη.
Αχ μάνα μου τι κατρακύλισμα στο μεγαλείο...
Θα ’τανε η άγρια στύση στοχάζομαι
που σου ’δωσε ω homo erectus την αίσθηση
να σηκωθείς ολόρθιος σ’ αυτό τον κόσμο.

ΗΛΙΟΦΟΒΙΑ
Ο βαθύτερος άνθρωπος αποστρέφεται τον ήλιο
- το θλιβερό αεροπλάνο του φωτός – και εισέρχεται
στην κοίμηση του κατασκότεινου ουρανού
μ’ ένα βουνό λουλούδια στο στήθος του:
τις ένδον εξελίξεις.

ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ
Του άχρηστου καταχτητές τούς έχουν πει τους ορειβάτες.
του άχρηστου δεν είπαν όμως διεκδικητές
τούς ανέκαθεν φιλοσόφους.
Τι άραγε να νιώθουν έρημα τ’ ανιψούδια του Πλάτωνα
τα γοερά δισέγγονα του Αριστοτέλη;
Με λίγα τρόφιμα στο σάκο μου μια μέρα πλησίασα
στην κάτασπρη κορφή του Άθωνα – του πνεύματος τη στύση –
στην ακατάδεχτη κορφή με τα ουρανοφάγωτα
μαθηματικά της μη-μαθηματικότητας.

ΕΠΑΝΑΚΤΗΣΗ
Το άυλο είν’ η ίδια η ύλη κι ολομόναχη
γιατί το άυλο μέσα στην ύλη
- οίον αλλόγλωσση ψυχή –
είν’ ακατάληπτη αντίφαση και μαύρο, ψόφιο λάθος.
Όμως ας μη σκοτώσουμε τη μόνη μας Υγιεινή:
φράγμα το σώμα στην ψυχή και ματωμένη φυλακή.

ΕΝΔΟΤΟΠΟΣ
Νοσφίζεται την όραση το πύρινο του έρωτα κατράμι
καθώς απλώνει μεσ' στα σπλάχνα τη βαθουλωτή
καμπύλη του το μέγα της Αστάρτης.
Τι όμορφος ο ίλιγγος και η αιώρηση θεοσκότεινη
ωσάν να κάηκαν των άστρων οι ασφάλειες
κ' εγώ φωνάζω διάτρητος. ω φύση παχύδερμη
εσύ η μιμώ της αλήθειας!
Μαιμάχτης ή μειλίχιος – αέρας είναι πάντα.

ΛΥΡΙΚΗ ΩΜΟΠΛΑΤΗ
Καθέσπιτο και συφορά καθέσπιτο και γλύκα.
Κι όλος ο κόσμος μουσική κατάσταση.
Χερουβικό στο σούρουπο πτηνό, λευκή μου χήνα,
το πτέρωμα σου στρώματα σοφά κι ακούω τη μουσική τους
την όμορφη δομή τους χαίρομαι, τη γη ξαναγνωρίζω
που την πατείς με πάτημα βελούδινο
και στου χωμάτου αγάλλομαι την ίδια
τραγουδιστή δομή και βάρβαρη αλληλουχία.
Συνεχίζω τις εξοφλήσεις μου σε βιολογικό νόμισμα.

Ο ΑΙΘΡΙΩΝΑΣ
Φορτισμένος απ’ τον αβάσταγο Διόνυσο κυριευμένος
απ’ το γαλάζιο υπογάστριο της θεότητας όπως
το αίμα διαστέλλει την ενδότερη λάμψη μας
οπού καίοντας το λάλημα καρβουνιάζει τις λέξεις
ανάμεσα στα σκονισμένα σταφύλια στα κλήματα
διατρανώνει τον ίμερο και φλέγεται τρίζοντας
η άκαρπη και ατυχής νοημοσύνη –
χρίεται πιο ανθρώπινος ο άνθρωπος
πλησιάζοντας άναυδος το θείον απ’ τη σάρκα.
Φρενήρης από μανιώδη γαλήνη ο Αιθρίωνας
ανέρχεται στην άγραφη κατάληψη του Όντος
βλέποντας ωσάν άμφια τα ύψη της ημέρας
κι ο ήλιος ο μεσημεριάτικος η πόρπη του ουρανού.
Μέγεθος γίγαντα αισθάνομαι το λεπτόνιο.

ΦΙΛΟΣΟΦΩΝΤΑΣ
...εγκαταλείπουμε ώς ένα σημείο το ζώο. Μα όμως
το αίνιγμα ολοένα παφλάζει στην καρδιά μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: