Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..
Ο ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Η μέλισσα περιστρέφεται. τι είναι όμως η περιστροφή;
Τ’ ανοιγμένα σου χθες τριαντάφυλλα
είναι τώρα ανάπηρα. τι είναι όμως αναπηρία;
Ο αέρας είναι αέρινος κι ο χρόνος
ολωσδιόλου χρονικός. Η πραγματικότητα
είναι από πραγματικότητα.
Ο χαρακτήρας τής κάθε κοινοτοπίας ιδιότυπος.
Τα λόγια σου δεν είν’ άλλο από λεγόμενα.
Πώς όμως να προκόψουμε στην κόλαση
με τόσους παραδείσους;
TABOO
Μην αγγίζεις τη βροχή
μονάχα δέξου τη.
μην αγγίζεις τη βροχή
θα διαιρέσεις.
Μην αγγίζεις τα δάση της μάνας σου.
μην αγγίζεις τα όπλα της ειρήνης.
Είσαι συ ο διάτορος άγγελος
οπού τίποτα δεν αγγέλλεις.
Τρομαχτική η ενότητα στον κόσμο.
Τρομαχτική σχιζοφρένεια η γλώσσα.
ΔΥΟ ΣΤΙΧΟΙ
Στα βράχια της απεργάζεται κ’ η πέρδικα
τη θανή της.
κάθε φτεράκισμα και πιο σιμά στο θάνατο
τη φέρνει.
ΠΡΟΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ
Στα μοναστήρια κατοικίδιος ο θάνατος ---
καθώς τ’ απόμακρα των λουόμενων θαλασσόλογα.
Ο χρόνος. κεκραμένον φως
(θε να ’λεγα και λαμπερό στη φλόγα μας αιματοκύλισμα).
BENE DICTUM.
Ακόμη κάτι: το φυσικό
αεροπλάνο η μέλισσα --
Φτύσε
(διακοπή ρεύματος)
- φαντάζεσαι τώρα μια τίγρη να θυμιατίζει
(εννοώ μια τίγρη πραγματική)
BENE DICTUM.
Αλλά η δύστυχη αλήθεια;
Μα η αλήθεια είναι η ανώτερη φάση του ψεύδους.
φτύσε.
Φτύσε το θάνατο κυριακάτικα.
ΑΡΧΑΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Το ποίημα του κύματου μοιάζει με συγγενάδι.
Κι αυτό ’χει μάνα θάλασσα και δράκου δυναμάρι,
τη λένε μεσ’ στο στήθος άγρια καρδιά.
Κι αυτό ’χει μάνα από νερό και μάνα από αίμα
κι ακροπατεί στον κύκλο τον τρισκόταδο
της έμορφης γεωμετρίας τον Άδη.
NON MULTA SED MULTUM (ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΙ ΑΝΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ)
Κανένας παλαιότερος τόσο σημερινός στη ρωμιοσύνη.
τη γλώσσα τη χειραγώγησε στην ύπνωση
της ακέραιης φλόγας οπού μάταια
σηκώνει των σκοταδιώνε τα καπάκια.
τη γλώσσα του την πήρε δώθε-κείθε και την έκανε
μια σύριγγα για ενδοφλέβιο τραγούδι
καταναλίσκοντας αργά τους δύσκολους
ενιαυτούς των ελληνίδων λέξεων
αποστηθίζοντας ολάκερο το θάνατο
σε δέκα-δεκαπέντε στίχους
μ’ εκείνη τη μαβιά φωτιά στα μάτια του Φερνάζη
με εκλεκτή συγκίνηση με ιδεώδη λάθη
με χάρισμα χαρούμενο στα ερειπωμένα βάθη.
Τι είναι όμως που κομίζει τα ποιήματα
τι είναι που με δαύτα επωάζει την άβυσσο;
Φεγγάρι μου στη σκοτεινιά ζεστό βυζί της νύχτας
τι είναι – λέγε μου εσύ – τα θάλλοντα ποιήματα;
Μην είναι ασημοφώτιστα οστά της Ειμαρμένης;
HOMO GRAECUS
Δύναμαι τ’ άστρα της θωριάς και τ’ άστρα του θανάτου.
Τρία υπομένω γιατρικά τρία σακατηλίκια.
τρεις είν’ οι λάμψεις του φιδιού και τρεις οι περιστέρες:
μια το μυαλό μια η ζωή και μια ο έρμος κόσμος.
Τριάντα μέρες έσκαβα τη γη με το βελόνι,
βρήκα τ’ αθάνατο νερό τη δίψα να πυργώνει.
Κ’ είπα και χασμουρήθηκα πριχού να κλώσει ο ήλιος:
- Ο χώρος είν’ αγκάλιασμα κι ο χρόνος λεφτοκάρυ
κι ο έρωτας γλυκό φιλί σε κρεμμυδένιο χείλι.-
Σαρανταβέργινο κλουβί ο κόσμος που με ζώνει
--- σχεδόν Τα Τείχη.
ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Η μέρα μέρωσε την άνθηση κ’ εγώ ο νυχτολάτης
με τα λουτρά τα κάτασπρα δεμένο το ’χω το φεγγάρι.
Ξερολιθιά του πλήθωνα του πόνου μεσ’ στα ζούδια
στο στήθος μου θανάσιμα θ’ ανάψω τώρα την αλήθεια
καίγοντας ώσπου ναν το κάνω στάχτη το ανίδεο ύψος
θεούς και δαίμονες πατώντας με τ’ αρχαία μου πέλματα.
Ο ήλιος είναι τ’ ουρανού κ’ η σκέψη του ανθρώπου.
ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΝΔΟΜΥΧΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ
Σ’ ακούω. είσαι μουσική
μα όμως ποιος μπορεί ν’ ακούει
την ακοή;
Τι ναν την κάνεις τόση μουσική με δίχως κρέατα
δίχως τα σάβανά της τα σμαράγδινα
και δίχως
τα βυσσινιά φτερούγια στα ογλήγορα
γερατειά των αεικίνητων εντόμων…
Ένας υπέροχος τραγουδιστής όπως το ξέρεις
είν’ η ωμότητα η πιο βαμμένη λάμψη
και το μεγάλο κινητό φαράγγι της φάλαινας
ανάμεσα στην έριδα στο χημικό γαλάζιο
- μην το φωνάξεις τώρα, όλοι το γνωρίζουμε
οπού ο έρωτας την έχει σκυλοκουβαλήσει
σκαλίζοντας με το νύχι του το άσπονδο ολόγυρα
σκοτάδι.
Κι ο ποιητής τι κάνει – θα μου πεις…
Αυτός κοιτάζει
να στερέψει τις πηγές της τρέλας.
ΤΟ ΜΕΡΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ
Η μεγάλη παραίσθηση της μουσικότητας των πραγμάτων.
Αυτός ο μαχόμενος τρόπος να υπάρχουμε μόνοι μας.
Αυτή η αιματηρή και ανυπόστατη γεωμετρία
οπού σπιθίζοντας άγρια εκτινάσσεται
στην αφάνταστη γονιμότητα του κύκλου.
Μεγάλα χρωματιστά τετράγωνα κι αναρίθμητα
τρίγωνα από όλες τις εποχές της αλήθειας
του μη πραγματικού μέσα στο αίμα
το ανθρώπινο σχηματίζοντας
γοερές κι αδιάκοπες ωραιότητες.
Κι αναδύεται στα βαθύτερα ξαφνιάσματα ο ρόμβος
ωσάν ένα τεράστια αιωρούμενο κροσσομάντιλο
μαντεύοντας από χιλιάδες σκοτεινές κι ολόσωμες ηρεμίες
τις λαμπερές κι ουράνιες πληγές τις αστραπές
οπού εμπνέεται η μαύρη καταιγίδα.
Τέτοια μητέρα η άβυσσος
κ’ η άβυσσος είναι τρομερά δαπανηρή.
ΣΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
Δοσμένος απόλυτα στην έκπαγλη καταιγίδα
γιομάτος ήχους οιδοπορούσα κι ανάπνεα σύμβολα
δίχως να βλέπω πια του κόσμου μας την υδατογραφία
βιώματα ευδιάλυτα κι ο άνθρωπος
πλήρης από έρεβος
ανάμεσα στα τόσα φώτα και την ηλιοσύνη.
Χαιρόμουνα λάμποντας από θαυμάσιο σκοτάδι
στον Άθωνα πυραχτωμένον απ’ την καταιγίδα.
Βροτός ο θάνατος πετσί και κόκαλο
βαθύτερος αντίκρυ στην αγάπη
κι ο χρόνος ήτανε χαρμόσυνη διάρκεια
βαθύτερος ο κόσμος μεσ’ στα μοναστήρια.
Κ’ εγώ οιδοπορούσα ολομόναχος
αγγίζοντας το εύοσμο κενό για να στηρίζομαι
δίχως ούτε τα βήματα στην ανυφάντρα νύχτα
στοχάζοντας εδώ στον Άθωνα
πως όταν βλέπω στη θανάσιμη Αθήνα
τους σκουπιδιάρηδες να πετούν έρημα
τα σκουπίδια στ’ αβυσσαλέα τους αυτοκίνητα
μου ’ρχεται γοερά να φωνάξω:
Πετάχτε με και μένα μέσα.
ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΑΓΝΗΤΟΤΑΙΝΙΑ
Ενήνοχα έαρα ενήνοχα την αύρα της θαλάσσης
δεν περιμένω τίποτα
κ οσφραίνομαι αποστήματα για χίλια μου χρόνια
εσύ εισ’ ένα πλάσμα της χαράς κ’ εγώ είμ’ ένας
άνθρωπος της λύπης
αλλά σ’ αυτήνε τη μουρλή ζωή πληρώνεις πρώτα
το ανέστιο μυαλό σου
του θεϊκού τις μπόρεσες τ’ αστέρια των μανάδων
η γραβάτα εξασφαλίζει την απάτη
δεινά που βλέπουμε στον Αίαντα κι ανυψωνόμαστε
απελπισμένοι
μιαν αγκαλιά κρατώντας σπιθοβόλα ρίγανη και τόσο
δύσκολα ξεριζωμένη
για να ’χουμε την ευωδιά ταυτότητα κι ανάεροι
να περπατούμε στα χωράφια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου