Αναγνώστες
Πληροφορίες
Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως,
κρυμμένος σὰν ἀετός,
μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος,
ὁ πρῶτος μου ἑαυτός...
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Παρασκευή 20 Απριλίου 2012
Τρία ερωτικά ποιήματα
Pedro Salinas
Τρία ερωτικά ποιήματα
μτφρ.: Virginia López Recio español
Ο Πέδρο Σαλίνας, ο πιο μεγάλος σε ηλικία ποιητής από τη Γενιά του '27, γεννήθηκε στη Μαδρίτη το 1891 και πέθανε έξι δεκαετίες αργότερα στην αμερικανική Βοστώνη. Εχοντας ήδη εργαστεί ως λέκτορας στη Σορβόννη και, στη συνέχεια, ως τακτικός καθηγητής στη Σεβίλλη, βρήκε καταφύγιο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου στην Αμερική, συνεχίζοντας την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στο Wellesley College, και ακολούθως στα πανεπιστήμια της Βαλτιμόρης και του Πουέρτο Ρίκο. Παρ' όλη την αγάπη του στη θάλάσσα και το μεσογειακό φως, στην ισπανική γλώσσα που ποτέ δεν εγκατέλειψε και παρά την αδυναμία πλήρους ένταξής του στον αμερικάνικο τρόπο ζωής, ο Σαλίνας δεν επέστρεψε ποτέ πια στην πατρίδα του.
Μολονότι η λογοτεχνική του παραγωγή καλύπτει όλα τα είδη του λόγου, αφοσιώθηκε περισσότερο στην ποίηση, της οποίας ο «αληθινός κύκλος», κατά τον φίλο του ποιητή Χόρχε Γκιγιέν (Jorge Guillén), βρίσκεται στα έργα Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα (Μαδρίτη, 1933), Αιτία αγάπης (Μαδρίτη, 1936) και Μακρύς θρήνος (Μεξικό, 1946, πλήρης έκδοση 1975). Αυτή η τριλογία ανέδειξε τον Σαλίνας σ' έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους της ισπανικής ερωτικής ποίησης, καθώς μονίμως η θεματική του περιλαμβάνει μια ερωτική ιστορία που ξεκινάει από τη σωματική πληρότητα και την εκστατική κορύφωση ώστε να καταλήγει, με παθητικότητα, σε διάρρηξη της σχέσης. Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα βιβλία, στο τελευταίο, που γράφτηκε στην Αμερική, κυριαρχεί το αίσθημα της εξορίας και της μοναξιάς.
[Το να σε σκέφτομαι απόψε]
Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.
Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ώς τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.
Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.
(Αιτία αγάπης, 1936)
Μνήμη στα χέρια
Σήμερα είναι τα χέρια μνήμη.
Η ψυχή δεν θυμάται, πονάει
απ' την τόση ανάμνηση. Αλλά στα χέρια
μένει η ενθύμηση εκείνου που κράτησαν.
Ενθύμιο μιας πέτρας
που βρέθηκε δίπλα σ' ένα ρυάκι
και τη σηκώσαμε αφηρημένοι
χωρίς να καταλαβαίνουμε την ευτυχία μας.
Αλλά το τραχύ της βάρος
μας έκανε να αισθανθούμε πως επιτέλους κρατούσαμε
τον πιο ωραίο καρπό των καιρών.
Εύκολα γνωρίζει κανείς
το βάρος μιας πέτρας μέσα στα χέρια.
Σε μια πέτρα βρίσκεται
η υπομονή του κόσμου, που ωρίμασε αργά.
Αναρίθμητο άθροισμα
από μέρες και νύχτες, ήλιους και νερά
που της προσέδωσαν αυτή την αδέξια και σκληρή μορφή
που δεν ξέρει να συμπεριφέρεται τρυφερά και υπάρχει
αινιγματικά, μοναχά με το βάρος της.
Ηταν πάντοτε ακίνητη,
χωρίς κάποιον να την αναζητά, περίκλειστη
σε μια βούληση πυκνή και σταθερή
για να μην πετάξει σαν πεταλούδα
για να μην είναι ωραία σαν τον κρίνο
για να περισώσει από ζήλιες την αγνότητά της.
Πόσοι ευλύγιστοι κρίνοι, πόσες εύθραυστες
λιβελούλες δεν έχουν πεθάνει, εκεί, στο πλάι της,
επειδή έτρεξαν τόσο προς την άνοιξη!
Εκείνη ήξερε να περιμένει χωρίς να ζητάει τίποτα
πέρα απ' την αιωνιότητα της καθαρής ύπαρξής της.
Επειδή αρνήθηκε τα πέταλα και την πτήση
είναι ζωντανή και μου μαθαίνει
πως μια αγάπη πρέπει ίσως να στέκει ακίνητη, πολύ ακίνητη,
ν' αφήνει τα ψεύτικα φτερά της βιασύνης
και να κατανικά έτσι τον δικό της τον θάνατο.
Θυμούνται ακόμα εκείνα, τα χέρια μου,
πως κράτησαν ένα αγαπημένο κεφάλι στις παλάμες τους.
Τίποτα πιο μυστηριώδες σ' αυτόν τον κόσμο.
Τα δάχτυλα αναγνωρίζουν τις τρίχες των μαλλιών,
αργά, μία μία, σαν φύλλα
ημερολογίου: είναι ενθυμήματα
από άλλες τόσες, εξίσου αμέτρητες,
ευτυχισμένες μέρες
πειθήνιες στην αγάπη που τις αναζωογονεί.
Ομως, ψαύοντας την αδυσώπητη μορφή
που πίσω απ' τη σάρκα μάς αντιστέκεται
οι παλάμες απομένουν τυφλές.
Δεν είναι χάδια, όχι, αυτό που επαναλαμβάνουν
περνώντας και ξαναπερνώντας πάνω απ' τα κόκκαλα:
είναι ερωτήσεις δίχως τέλος, είναι αγωνίες
ατελείωτες που έγιναν φλογερές αφές.
Και τίποτα δεν τους αποκρίνεται: μια υποψία
πως όλα μας ξεγλιστρούν και μας διαφεύγουν
όταν ανάμεσα στα χέρια μας τα πιέζουμε
μεγεθύνοντάς τα στη ζέστη του μετώπου εκείνου.
Το κεφάλι παραδίδεται. Είναι η παράδοσή του απόλυτη;
Το βάρος στα χέρια μας αυτό υπαινίσσεται,
τα δάχτυλα το πιστεύουν
και θέλουν να πειστούν: ψαύουν, ψαύουν.
Αλλά μια σκοτεινή φωνή πίσω απ' το μέτωπο
-το μέτωπό μας ή το δικό της;-
μας λέει πως το πιο μακρινό μυστήριο,
επειδή βρίσκεται τόσο κοντά μας, είναι ανέγγιχτο
απ' αυτό το θνησιμαίο σαρκίο με το οποίο ψάχνουμε,
εκεί, στην άκρη των δαχτύλων μας,
την αόρατη παρουσία.
Ετσι κρατώντας στα χέρια ένα κεφάλι
τίποτα δεν γνωρίζεις, τίποτα,
μόνο πως είναι το μέλλον που αποφασίζει
είτε για τη ζωή είτε για τον θάνατό μας
πίσω από τούτα τα δύστυνα χέρια, τα ξεγελασμένα
από την ομορφιά που κράτησαν.
Μέσα σε χέρια τυφλά
που δεν μπορούν να ξέρουν. Που μόνη τους πίστη είναι
να 'ναι καλοσυνάτα, να δίνουν χάδια
χωρίς να παντρεύονται, μονάχα για να δουν αν έτσι κερδίζουν
-όταν το αγαπημένο κεφάλι θα έχει ξαναβρεθεί
στους ώμους του επάνω
και θα μοιάζει να μην έχει μείνει τίποτα μες στις παλάμες-
τον θρίαμβο να μην είναι ποτέ πια άδεια.
(Μακρύς θρήνος, 1975)
Από: http://www.poema.gr/index_gr.php
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου