Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012

Γυναίκες του πάθους

Οι κοπέλες το γλυκοχάραμα κατεβαίνουν στο νερό
όταν η θάλασσα απλωμένη ησυχάζει. Στο δάσος
το κάθε φύλλο ανασκιρτά ενώ αυτές διαστακτικές προβάλλουν
στην αμμουδιά και κάθονται στο ακρογιάλι. Ο αφρός
κάνει τα δικά του ζωηρά παιχνίδια.

Οι κοπέλες φοβούνται τα φύκια που είναι θαμμένα
κάτω από τους ίσκιους,
που τους αρπάζουν τα πόδια και τις πλάτες:
όταν το σώμα είναι γυμνό. Βιαστικές ανεβαίνουν στην ακτή
και φωνάζουν τα ονόματά τους, κοιτώντας τριγύρω.
Ακόμη και οι σκιες στο βυθό της θάλασσας, στο σκοτάδι,
είναι τεράστιες και φαίνονται να κινούνται διστακτικές,
αβέβαιες σαν να γοητεύονται από τα σώματα που περνούν.
Το δάσος είναι ένα ήσυχο καταφύγιο, στον ήλιο που γέρνει,
αλλά αρέσει στις μελαχρινές κοπέλες
να κάθονται στο ύπαιθρο, πανω στο σεντόνι.

Κάθονται όλες σταυροπόδι, σφίγγοντας το σεντόνι
στα πόδια, και κοιτάνε την απέραντη θάλασσα
όπως ένα λιβάδι το χάραμα. Κάποια απ' αυτές θα τολμούσε
να ξαπλώσει γυμνή σ' ένα λιβάδι; Από τη θάλασσα
θ' αναπηδούσαν τα φύκια, που ακουμπάνε τα πόδια
για να αρπάξουν ξαφνικά και να τυλίξουν σφιχτά το σώμα που τρέμει.
Υπάρχουν μάτια στη θάλασσα που κάποιες φορές λάμπουν.

Η άγνωστη εκείνη ξένη, που τη νύχτα κολυμπούσε
μόνη και γυμνή, στο σκοτάδι, όταν αλλάζει το φεγγάρι,
χάθηκε μια νύχτα και δεν θα γυρίσει ποτέ πια.
Ήταν ψηλή και θα 'πρεπε να είναι λευκή, εκτυφλωτική,
έτσι όπως την προφτάσανε τα μάτια μες απ' της θάλασσας τα βάθη.
Μετάφραση: Γιάννης Παππάς 


Δεν υπάρχουν σχόλια: