Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

«Στάζουν Μεσάνυχτα»



Ποτέ σου δε κατάλαβες
Ότι δε με μεγάλωσαν άνθρωποι
Ότι είμαι αποκύημα καταιγίδας
Αδερφή των κεραυνών
Ότι το σπίτι μου κατοικείται μόνο από βροχή
Ότι η δοτικότητά μου στον έρωτα και τις αισθήσεις
Κάνει πιο πρόθυμες τις ανάσες που παίρνω
Αλλά ποτέ δε ξεχνώ

Ότι εδώ που είμαι εγώ
Δεν υπάρχει οξυγόνο



***

Αυτό που κατόρθωσα να συγκεντρώσω
Δεν ήταν παρά μια αίσθηση
Μια αίσθηση με δέρμα
Η αίσθηση πως συναντώ τον εαυτό μου
Πολλές φορές μέσα στους δρόμους

Και πως είμαστε πολύ κουρασμένοι και οι δύο
Για να χαιρετήσει ο ένας τον άλλον


***

Ανοίγει το στόμα
Κι αντί να σε καταπιεί ο κόσμος
Σε φυσάει δυνατά
Άγρια
Μετατοπίζοντας
Την εξορία σου
Όλο και πιο μακριά


***

Αγγίζω τους ιστούς, τα όργανα
Τα τσιμπάω, τα τραβάω, παίζω μαζί τους
Αισθάνομαι τον πόνο που προκαλώ
Νιώθω το μήνυμα να ταξιδεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα
Νιώθω τον ίλιγγο
Είμαι διάχυτη, διεσταλμένη
Είμαι τα όργανα και οι ιστοί
Είμαι η ασχημάτιστη καρδιά μου και πάλλομαι
Τα δικά μου νεύρα δεν έχουν σχηματιστεί
Δε θα μπορούσε να υπάρξει δικός μου πόνος
Βρίσκομαι μες την κοιλιά της
Μου στέλνει την ανάσα του κόσμου
Μπαίνει στον κόπο της ζωής για χάρη μου
Εγώ δεν υπάρχω

Τα χείλη που με άγγιξαν διψούσαν για ύψος
Γεμίζω με το άρωμά τους τη δική μου κοιλιά και πετάω

Κυοφορώ το βρέφος του ρυθμού στα σπλάχνα μου
Το βρέφος της φαντασίωσης, της τρέλας
Το ακούω να γελάει μέσα μου, να τραγουδάει, να χτυπάει
Να φωνάζει να του ανοίξω να βγει
Η γενέτειρα του θανάτου, η μήτρα της καταστροφής
Που να πάρει, είμαι τόσο γόνιμη!

Κρέμασε τόσο το μαστάρι της μητέρας μου…
Πόσο ακόμη να πέσω για να το φτάσω;


***

Ήξερα μόνο πως θα ήθελα τα χέρια μου να ήτανε τροφή
Να τα έτρωγες
Να έχυναν από μέσα τους όλο το μελάνι
Όλη τη σιωπή


***

Το κεφάλι μου κάποτε είχε σχήμα κρανίου
Και μέσα του έναν κόσμο στέρεο
Τώρα έχει ανοίξει
Σα κοχύλι
Δεν μιλάω πια


***

Αν ακουμπήσεις το αυτί σου στο στόμα μου
Θα ακούσεις τη θάλασσα

Το ανθρώπινο σώμα ποτέ
Όταν στ΄ αλήθεια το αγγίζεις
Δεν έχει περίγραμμα
Δεν έχει άνθρωπο


***

Γέννησα τη μητέρα και το πατέρα μου
Βλαμμένα δίδυμα
Να μη μπορούν να μιλήσουν
Να μη ξέρουν πώς να το ζητήσουν
Μαμά μαμά!…
Όλη την ώρα και τα δυο τους
Με κάνανε μητέρα
Με ένα παιδί
Που είναι δύο
Που είναι όλα
Ορφανά

Δεν υπάρχουν σχόλια: