Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Λουξόρ, παλάτι του σινεμά


Κατηφορίζοντας την ψυχρή λεωφόρο,
το πλήθος πιεσμένο, σαν κύμα
ποδοπατά, παραπατά 
στο άνισο πεζοδρόμιο 
γλιστρά
στα σκουπίδια όλων των ειδών.
Σταματά για μια στιγμή, 
τη ροή του κόβει
ένας μονοπόδαρος ζητιάνος, ένα παιδί που δείχνει
τα παραμορφωμένα χέρια του, μια τυλιγμένη
στο μαντήλι της γυναίκα με γυαλιά,
σε μια σαρκοφάγο εγκλωβισμένη
από κούτες,
ένας καστανάς, καπνισμένος απ’ το κάρβουνο
-αναδύει μυρωδιά λεχρή καυσίμου-
αναδεύει τα κάρβουνά του 
μέσα σε μια σόμπα
ακουμπισμένη σ’ ένα καρότσι σούπερ μάρκετ.
Βιτρίνες, γαμήλια στολίδια
λάμπουν, λάμπουν
στα μοντέλα των διαφημήσεων
που παίρνουν πόζες αλλοτινών καιρών.
Συνθετικές δαντέλες στα μανίκια πουκαμίσων 
που στον αέρα παραδίδονται,
παππούτσια ανακατεμένα σε κάθε νούμερο,
λίγο βρώμικα απ’ τα χέρια που τα ψάχνουν,
για ποια μοντέρνα κοπέλα με γούστο επιτηδευμένο
να προορίζονται;

Η βροχή κυλά στη φαγωμένη απ’ τη σκουριά και γυαλισμένη απ’ τη βρώμικη στάση
εκεί οπού τα περιστέρια θα βρούν να ροκανίσουν τα μουστάκια του καλαμποκιού
ή τ’ απομεινάρια από λιπαρά σουβλάκια στα κάγκελα
τρεις άντρες με μυρωδιά παράξενη
κοιμούνται κουκουλωμένοι
ανάμεσα στις καινούριες ράγιες.
Αναμονή, η αποβάθρα γεμίζει με κόσμο.
Το παλάτι είναι εκεί, πίσω απ’ τις παγωμένες βιτρίνες.
Το βράδυ ξανανιώνει ο χρυσός απ’ τ’ ανάγλυφα στολίδια του,
ο νεφρίτης και το τιρκουάζ
του μωσαίκού του
και το παλάτι αφημένο ξυπνά
σε μια πόλη απελευθερωμένη από
σταυροδρόμια με κίνηση
κι από το θόρυβο του μετρό που έρχεται
αγγιγμένο το μισό απ’ το φως
και το υπόλοιπο μισό χαμένο στο ημίφως.

Το βλέμμα ακολουθεί τις ράγιες, την προοπτική
μια χαραμάδα ουρανός που ανοίγει στη σιδερένια γέφυρα,
τα σύννεφα παίρνουν χρώμα
οι εργάτες χαιρετίζονται και
λαγοκοιμούνται σ’ έναν υπνάκο παιδικό
σύντομα, ο νέος συρμός 
θα φανεί στο ημίφως 
στιγματισμένος με κακοφτιαγμένα γκράφιτι.

Το χρώμιο είναι το χρώμα της σκληρότητας
Η πόλη είναι ένα πράγμα 
για να σπάει 
Σχίζουμε τους τοίχους
για να κάνουμε να κλάψουνε οι τυφλοί
Για μένα η βάση του πράγματος είναι αυτός ο βανδαλισμός
Νιώθω περισσότερο βάνδαλος
 παρά επαναστάτης. Καλύτερα θα έλεγα ως ορισμό: βανδαλίζω
οι τύποι που διαλύουνε τα καθίσματα, που σπάνε τις βιτρίνες
με τρελαίνουν. Πιστεύω οτι αυτό συμβαδίζει πλήρως
με τη σύγχρονη κοινωνία

βιαζόμαστε, τρελοί και κωφοί
ξεχνώντας οτι έρχεται κι άλλη μέρα,
αντικατοπτρισμός, το παλάτι
του χτες, το παλάτι με τις αλαβάστρινες κολώνες,
που γεννιούνται μέσα σε ανθισμένους λωτούς
ανάμεσα στη συμφόρηση του πεζοδρομίου, στους πάγκους που συνωστίζονται,
έμποροι αρωμάτων και t-shirts.

Προς Σαπέλ, Στάλινγκραντ,
το μάκρος των δρόμων, οι ράγιες, τα καλώδια,
 εμφανίζονται τοπία,
που ξεχωρίζουν από το λεπτό γκαζόν ολόγυρα, κάγκελα σιδερένια,
περάσματα στενά και δύσβατα 
σηματοδοτημένα με αλλόκοτα σχέδια μιας γης
έξω από τον χαρτη
και περνάμε μπροστά από τις πολυκατοικίες 
τις περιτειχισμένες, τις παλιωμένες, τις διαβρωμένες
όπου προχωράει το μονοπάτι της μπουλντόζας που χτυπά,
ξεκοιλιάζει, δείχνει
αυτό που οι προσόψεις κρύβουν ακόμα: τις νησίδες
 με το συντριβάνι και το δέντρο
στέγη και ανάπαυση αλλοτινές
τα υπόστεγα με τις χαμηλές στέγες
την άρρωστη ζωή, τις καταλήψεις, τα τυφλά σπίτια,
οι βρώμικοι λεπροί δρόμοι
που λένε οτι εκεί εκδίδονται παιδιά.

Το κάρβουνο των ματιών τους
κι η μέντα της ανάσας τους.


Μετάφραση Αγγελική Δημουλή

Δεν υπάρχουν σχόλια: