Το σχέδιο παίρνει μορφή,
ένα κλαδί από αγιάζι
απομακρύνεται απ’ το τζάμι
και γέρνει με τα λουλούδια του βαριά
προς τα χόρτα
ακόμα κι η νύχτα υποκύπτει
στο ψεύτικο ξημέρωμα μιας μαβιάς σελήνης,
αρρωστημένης
η εξοχή έχει
την απαλότητα του βελούδου, ανάμεσα
στα μαύρα δέντρα, εκεί όπου το χιόνι
κρατά ακόμα, τα πουλιά
πολύ άρτια ζωγραφισμένα
ξεκινάν να κελαϊδούν κοντά
έπειτα πιο μακριά,
τραγουδούν κι η μέρα υποκρίνεται
αυτή την αντιστροφή.
η χλόη είναι καλυμμένη
με σχιστόλιθους
και με φόντο τη βροχή, ο κήπος
κουβαλά το ραγισμένο κορμό
της αχλαδιάς
πού θα μπορούσε να ‘ναι η αυγή;
ένα θρόισμα
στο σεντόνι της εξοχής
η μετακίνηση
του απαλού πεπλού
ζωντανεύει
τους αυλόγυρους των σπιτιών
ή μήπως είναι το πέταγμα
των ζωντανών πουλιών;
Στην ασπίδα πάνω
του πεσμένου στρατιώτη
ειναι ζωγραφισμένη η Μοίρα:
ορίστε τα λουλούδια της Λήθης,
του ύπνου
και του μουδιάσματος,
το βελούδο απαστράπτον ερεθίζει
την κουρασμένη παλάμη
Μαύρο,
Άσπρο:
παιχνίδι της ντάμας με ανακατωμένα
γράμματα
σ’ ένα διήγημα,
που νομίζουν
ότι το πρωί
δεν έχει
παρά
τη νυχτερινή παγωνιά
και καμία απολύτως ηρεμία
η εραλδική
εικόνα
κουβαλά
τον ραγισμένο κορμό
σ’ ένα φόντο,
από άμμο,
όπου το κόκκινο
αίμα το έχουν πιεί,
όπου η καταιγίδα,
σιωπηλή και βίαιη,
με τη ζωώδη ανάσα της
χάλασε το σεντόνι
της σελήνης
αποκαλύπτωντας έτσι τις λέξεις: Πόνος,
Χαρά και σαγήνευσε τα ζωντανά
χέρια μας.
Μετάφραση Αγγελική Δημουλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου