Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

[Τα παιδιά δικάζουν κλαίγοντας για δικαιοσύνη![ [Αναρωτιέμαι ποιος να είναι ο σκοπός όπου γεννήθηκα] [ποια πατρίδα; Σύνελθε, Νου!]


                                       
Τα παιδιά δικάζουν κλαίγοντας για δικαιοσύνη!
Καρδιά περιφλεγής! Τι ανέσυρες απόψε!
Πάντα θα υπάρχουν στόματα αγευμάτιστα.
Κοιλιές πρησμένες. Μάτια ατερμάτιστα.                     
Πέλματα γυμνά. Κυρίες αρωματισμένες. Άντρες
λαίμαργοι. Ανήθικες ώρες.
Στιγμές απιστίας.
Ψυχές αλαφιασμένες.
Στην περισυλλογή δοκιμάζω λωτούς βαθύχρωμους απολαμβάνοντας το απόλυτο ωρίμασμα…
Ξένη χώρα. Ξένη ψυχή. Τουλάχιστον,
αν πέσω, ας είναι κάτι κοντά μου να συρθώ, να αναρριχηθώ,
προστατεύοντας την προσευχή.



 ***************************************************************


Αναρωτιέμαι ποιος να είναι ο σκοπός όπου γεννήθηκα, ποιοι οι μυστηριώδεις άνεμοι που τροφοδότησαν την αλλαγή μου.
Τα δάχτυλά μου, τότε, τρυπημένα από αγκάθια των αγρών και βελόνες από σχολικά κεντήματα, τώρα από την άστατη υπεργλυκαιμία…
Στα αυτιά, τότε, ο απόηχος των γδούπων τής Μπότας, ίδιος ο αντίλαλος και τώρα, στην άλλη όχθη                                                                 όπου ο ομφάλιος λώρος -αλυσίδα ατσάλινη- επανέρχεται δριμύτερος.
Μέσα μου ετοιμάζεται μια αλέγρα μουσική ενορχηστρωμένη από αλέγρους βοριάδες.
Έμπνευση ακατάλυτη, το αεικίνητο παρακλάδι μου.
Σχηματίζω χάρτινες βαρκούλες για το χάδι και για τα ερωτηματικά μάτια της εύθραυστης αθωότητας.


  ******************************************************************************                                                                         
                        
Οι λαχανιασμένες ανάσες του, σχεδιάζουν χαρταετούς στην μισάνοιχτη πόρτα, λιώνοντας τον πάγο στην όψη νηπιακής προσδοκίας.
Ο κόσμος του, ένα πανηγύρι με τιτιβίσματα και κραυγές θαυμασμού που ημερώνουν τα μέσα μου.
Σιωπώ, κρατώντας τις πέρλες πίσω από τα βλέφαρα.
Το μικρό μας ψαράκι εύπλαστο.
Η γυάλα εύθραυστη. Ο ουρανός; Φως.
Ο ήλιος; Θεός. Η πατρίδα;
ποια πατρίδα; Σύνελθε, Νου!
Σταμάτα χέρι μου!
Μη καταχωρείς τα ακαταχώριστα.
Εσύ είσαι για το χάδι στα παρακλάδια σου.
Είσαι για το μπόλιασμα, για την αφή
της φλόγας, στην αγαπημένη Πατρίδα.




Από το βιβλίο της ποιήτριας, "Ψυχές αιωρούμενες.."


Δεν υπάρχουν σχόλια: