Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

θροϊζουν τα οικοδομήματα με τις θρυμματισμένες εσοχές






Προ κατακλυσμού σε συνάντησα
Τότε που οι σπόροι
Δεν είχαν ακόμα τοποθετηθεί στα ερμάρια
Της κιβωτού - καμπή νέα στα ασώρευτα πάθη μας
Κατακλυσμιαία τα σπίτια μας πρόσμεναν
Το δίκιο νόμο της πέτρας
Ρωτούσαν απορημένα
Για τις βουλές των θεών και των μαγίστρων
Φτελιές δεν υπήρχαν κοντά μας
Και η ψυχή του χώματος αμαρτωλή
Πόντους πολλούς πάνω από τη γη αναλήφθηκε
Γιατί άδικα της αποστέρησαν ένα βράδυ
Το αλέτρι
Τη σπορά
Το τσίγκινο φτυάρι
Για το παράχωμα των νεκρών
Μα πιότερο απ όλα το φιδίσιο ποτάμι
Που γλύκαινε τους λωτούς τις καμέλιες
Και τις αγριαψιθιές
Με την αχίλλεια φτέρνα προταγμένη
Που αμέτρητοι συρμοί μυρμηγκιών
Την αποχαρακτήρισαν ιδιοποιώντας την
Άτρωτα θέλοντας να μείνουν και αθάνατα
Απέναντι στων μικρόζωων τζιτζικιών
Τα τριμμένα κελύφη
Που αποθνήσκουν βουβά
Χωρίς της βιόλας τον ίσκιο συντροφιά
Ξεχειμωνιάζοντας κατάμονα και έρημα
Μέσα στα φθαρμένα καπέλα των υπαίθριων οργανοπαιχτών!

Κατακλυσμιαία τα σπίτια μας πρόσμεναν
Τη νηνεμία και το αχνογέλιο
Του επιλήσμονα φλοίσβου
Απαλά να τα εκπορθήσει
Σαν γαλέρες φτενές
Σε ιμάντες και λωρίδες γαλαζωπές
Πλάι στους βραχωμένους όρμους
Εκεί που τα παιδιά μας κυνηγούσαν αχινούς
Ροφούς και χταπόδια κάθε δείλι του Αυγούστου
Με μπαλκόνια αρμυρισμένα τα σπίτια μας
Από το υπόλευκο αλάτι των ύφαλων
Που σεβάσμιες γερόντισσες
Συνέλεγαν βουβές κάθε που έφτανε
Της παλίρροιας η μυστική αποστράγγιση
Στα εξασθενισμένα μάτια τους
Οι δείκτες στα ρολόγια απορυθμίζονταν
Την ώρα που η καρδιά πλησίαζε
Σχεδόν ευλαβικά της σελήνης
Την πολυπόθητη ελκτική δύναμη
Αστραπή και αίμα ζητούσε
Να διοχετεύσει στις φλέβες
Κι ερωτικά με χέρια λαμπαδιασμένα
Κερί ανάβοντας σεπτά
Στις ρίμες της Σαπφούς να αναβαπτιστεί!

Κατακλυσμιαία τα σπίτια μας πρόσμεναν
Την αναπότρεπτη ανατροπή της οργής
Ο ρους να ξαναχαραχτεί στη ψυχή των δοκαριών
Και με νερένια καρφιά να στεριώσει γερά
Το τοιχίο της κοσμικής ειμαρμένης
Έγερναν τα σπίτια απέλπιδα
Κι η ροή του παραπλήσιου ποταμού
Σταματούσε άδηλα στο πουθενά
Σαν να τον κατάπινε ολάκερο
Ένα απύθμενο βάραθρο
Δεν βρήκε κοίτη να διατρέξει τον στίβο του Άδη
Οι καλαμιώνες του θρηνούσαν
Θροΐζοντας λυπημένα
Είχαν συνάψει προ καιρού δεσμό αδελφοποιτό
Με τα σγουρά φύκια των ακτών...
Η εκβολή του ποταμού ένα χωμάτινο αλώνι στέρφο
Που έκοβαν βόλτες οι υποκύανοι γλάροι
Και τα ελεύθερα νερόφιδα
Που ουδέποτε φυλακίστηκαν στην καλαθούνα του αλιέα!

Το πανηγύρι του Αγιαννιού
Ποτέ δεν έλαβε χώρα στις πλατείες μας
Αιτία οι πέτρες
Που σε μια νύχτα μόνο χορτάριασαν πόνο
Σχήματα αποκτώντας ιερογλυφικά
Από τα ακρόνυχα των γλάρων
Αιτία οι πέτρες
Το σιβυλλικό τους λόγο
Ένας μόνο τον κατάλαβε
Εκείνος που κώφευε από παιδί
Στο άκουσμα του μαντολίνου
Στη ηχηρή σάλπιγγα της γιορτής
Και στη καταρρακτώδη πλημμυρίδα του βαράθρου
Αυτός ο μικρόσωμος μαντατοφόρος
Που αρέσκονταν να αποκολλά σφραγίδες
Από τα γράμματα της αγαπημένης του
Ορκιζόμενος Αιώνια Πίστη
Σε γραφή καθαγιασμένη
Κλεισμένη σε μποτίλια
Που ευλαβικά σε πελάγη ανοιχτά την έστελνε
Προκαλώντας κατακλυσμό
Στις ανυποψίαστες γοργόνες
Στις βυθισμένες πολιτείες
Και στα παραπλέοντα πλεούμενα
Των φτωχών ψαράδων
Το ποτάμι ποτέ δεν συνάντησε τη θάλασσα
Κι έμειναν τα σπίτια
Να κατοικούνται από τρελές ερωμένες
Με ολόγυμνα πέλματα
Ταγμένες σαν ιέρειες παρθενικές
Στα σπλάχνα τους μέσα να κυοφορήσουν χαρισάμενες
Τον όνειδο και τις ωδίνες της κατολίσθησης!

Προ κατακλυσμού σε συνάντησα.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: