Σκόρπιοι σε πρωτεύουσες σκόρπιες,
και ολομόναχοι και πολλοί-πολλοί,
παίξαμε πως ήμασταν ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος,
που έδωσε ονόματα στα πράγματα.
Απ’ τις τεράστιες κατηφόρες της νύχτας
που συνορεύουν με τη χαραυγή
γυρεύαμε (το θυμάμαι ακόμα) τις λέξεις
για τη σελήνη, για τον θάνατο, για το πρωί
και για τις άλλες του ανθρώπου συνήθειες.
Υπήρξαμε ο ιμαζισμός, ο κυβισμός,
οι αποσυνάγωγοι και οι αιρέσεις
που τα πανεπιστήμια τα μωρόπιστα τόσο μα τόσο σέβονται.
Επινοήσαμε την έλλειψη της στίξης,
την παράλειψη των κεφαλαίων γραμμάτων,
τις στροφές εν είδει περιστεράς
των βιβλιοθηκαρίων της Αλεξάνδρειας.
Τέφρα των χειρών μας το έργο
και πυρκαγιά μεγάλη η πίστη μας.
Εσύ, εν τω μεταξύ,
στις πόλεις της εκτόπισης,
σ’ εκείνη την εκτόπιση που ήταν
το μισητό και αγαπημένο σου όργανο,
εσφυρηλάτησες της τέχνης σου το όπλο,
ανέγειρες τους επίπονους λαβυρίνθους σου,
τους απειροστικούς και άπειρους,
μα και θαυμασίως ασήμαντους, νά ’ναι
πιο πυκνοκατοικημένοι και από την ίδια την ιστορία.
Θα πεθάνουμε χωρίς να έχουμε δει
το τέρας το δίμορφο ή το ρόδο
που αποτελούν το πολυδαίδαλο κέντρο σου,
η μνήμη φυλάει ωστόσο τα φυλαχτά της,
τους βεργιλιανούς αντίλαλους,
κι έτσι στους δρόμους της νύχτας εξακολουθούν να βρίσκονται
τα υπέροχά σου τάρταρα του κάτω κόσμου,
τόσες και τόσες διακυμάνσεις και μεταφορές δικές σου,
και τα χρυσάφια όλα της σκιάς σου.
Τί σημασία έχει η δική μας δειλία, αν υπάρχει στη γη
ένας και μόνο άνθρωπος γενναίος;
Τί σημασία έχει η θλίψη, αν υπήρχε μες στα χρόνια
κάποιος που είπε πως είναι ευτυχισμένος;
Και ποιόν ενδιαφέρει η χαμένη γενιά μου,
τούτος ο θολός στ’ αλήθεια καθρέφτης,
αν τα βιβλία τη δικαιώνουν τα δικά σου;.
Εγώ είμαι οι άλλοι. Είμαι όλοι εκείνοι
που διασώθηκαν από το πείσμα και την αυστηρότητά σου.
Είμαι εκείνοι όλοι που, ενώ δεν τους γνωρίζεις, ακόμα τους σώζεις.
και ολομόναχοι και πολλοί-πολλοί,
παίξαμε πως ήμασταν ο Αδάμ ο πρωτόπλαστος,
που έδωσε ονόματα στα πράγματα.
Απ’ τις τεράστιες κατηφόρες της νύχτας
που συνορεύουν με τη χαραυγή
γυρεύαμε (το θυμάμαι ακόμα) τις λέξεις
για τη σελήνη, για τον θάνατο, για το πρωί
και για τις άλλες του ανθρώπου συνήθειες.
Υπήρξαμε ο ιμαζισμός, ο κυβισμός,
οι αποσυνάγωγοι και οι αιρέσεις
που τα πανεπιστήμια τα μωρόπιστα τόσο μα τόσο σέβονται.
Επινοήσαμε την έλλειψη της στίξης,
την παράλειψη των κεφαλαίων γραμμάτων,
τις στροφές εν είδει περιστεράς
των βιβλιοθηκαρίων της Αλεξάνδρειας.
Τέφρα των χειρών μας το έργο
και πυρκαγιά μεγάλη η πίστη μας.
Εσύ, εν τω μεταξύ,
στις πόλεις της εκτόπισης,
σ’ εκείνη την εκτόπιση που ήταν
το μισητό και αγαπημένο σου όργανο,
εσφυρηλάτησες της τέχνης σου το όπλο,
ανέγειρες τους επίπονους λαβυρίνθους σου,
τους απειροστικούς και άπειρους,
μα και θαυμασίως ασήμαντους, νά ’ναι
πιο πυκνοκατοικημένοι και από την ίδια την ιστορία.
Θα πεθάνουμε χωρίς να έχουμε δει
το τέρας το δίμορφο ή το ρόδο
που αποτελούν το πολυδαίδαλο κέντρο σου,
η μνήμη φυλάει ωστόσο τα φυλαχτά της,
τους βεργιλιανούς αντίλαλους,
κι έτσι στους δρόμους της νύχτας εξακολουθούν να βρίσκονται
τα υπέροχά σου τάρταρα του κάτω κόσμου,
τόσες και τόσες διακυμάνσεις και μεταφορές δικές σου,
και τα χρυσάφια όλα της σκιάς σου.
Τί σημασία έχει η δική μας δειλία, αν υπάρχει στη γη
ένας και μόνο άνθρωπος γενναίος;
Τί σημασία έχει η θλίψη, αν υπήρχε μες στα χρόνια
κάποιος που είπε πως είναι ευτυχισμένος;
Και ποιόν ενδιαφέρει η χαμένη γενιά μου,
τούτος ο θολός στ’ αλήθεια καθρέφτης,
αν τα βιβλία τη δικαιώνουν τα δικά σου;.
Εγώ είμαι οι άλλοι. Είμαι όλοι εκείνοι
που διασώθηκαν από το πείσμα και την αυστηρότητά σου.
Είμαι εκείνοι όλοι που, ενώ δεν τους γνωρίζεις, ακόμα τους σώζεις.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου