v
Λοιπόν, μπροστά μας έχουμε θανάτους
πέσαμε σε κακούς καιρούς και μέρες οργισμένες
χάνουμε τους δικούς μας και μας χάνουν
τρικυμισμένο μας αρπάει το χωματένιο πέλαγος
Αλλιώς θαρρούσαμε το τέλος∙
σκοπός που εκπληρώνεται ή (το ίδιο) ματαιώνεται
σκορπιός που μπήγει το κεντρί του στο κεφάλι του
Δεν είχαμε υποψιαστεί τη φρίκη μιας συνέχειας
(πως γίνεται να ’χει συνέχεια το τέλος;)
Αλλιώς, καταπώς φαίνεται, το τέλος έχει μόνο αρχή
και πώς να το περάσουμε μη φτάνοντας ποτέ και πουθενά
Ήξεραν οι παλιοί και προνοούσαν
να ’ναι ελαφρό το χώμα τους
φύλαγαν πάντα ένα λευκό σεντόνι στο σεντούκι
συγύριζαν το μέσα τους , στόλιζαν τις ψυχές τους
ήξεραν να μοιρολογούν
εξοικειώνονταν με τους νεκρούς τα ’λεγαν μεταξύ τους
στ’ όνειρό τους
κι έπαιρναν απ’ το χέρι τους το αντίδωρο του αγνώστου
κάθε που τους ξεπροβοδίζανε στου ξύπνου το κατώφλι
Κι εμείς τώρα δεν ξέρουμε ούτε πού ’ναι πεταμένα τα κόκαλα
της μάνας μας…
Έχουμε αποκοπεί από τους πεθαμένους
δεν ακούγεται πια η φωνή τους μέσα στη φωνή μας
δεν ξέρουμε να κλάψουμε
πώς να φερθούμε μπρος στο θάνατο και τι να πούμε
Στα ουράνια βάραθρα γκρεμοτσακίζονται τα λόγια μας
άδεια χελωνοκαύκαλα
Επίμετρο: Ο Βύρων Λεοντάρης, γεννήθηκε στη Νιγρίτα Σερρών, το 1932. Σπούδασε νομικά και δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά δοκίμια. Το 1997, έλαβε το Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του: «Εν γη αλμυρά». Έφυγε από τη ζωή στις 6 Αυγούστου του 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου