Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

ΣΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΜΕ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΤΙΓΚΑ


 Τετάρτη, Αυγούστου 22, 2018  θράκα



 
Δίψα η Θρησκεία σου, και Αγωνία το Σύμβολο της Πίστεως σου, και Αίμα τα βαγγέλια της, Γιάννη Στίγκα.

Το θράσος σου –γιατί περί θράσους πρόκειται- να επιμένεις στην μεταφυσική μέσα από την κατάλυση της μεταφυσικής, να αρθρώνεις Ποίηση μέσα από την υπονόμευση του ποιητικού τρόπου, να μιλάς Ζωή μέσα από το ίδιο της το στόμα, πόθεν; Πόθεν το θράσος σου Γιάννη Στίγκα κοτζάμ Αινίγματα να τα τρέπεις σε Ανοίγματα; Ξέρεις πόσοι πέφτουν μέσα; Ξέρεις πού βγαίνουν και τι αντικρίζουν;

Αν αυτός ο κόσμος είναι η πιο σπλαχνική μορφή του ποτέ , τότε ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί για τα πουλιά που καθώς ανεβαίνουν ψηλά τα ξεκουρδίζει ο ήλιος. Καθότι τέτοια κι εμείς, στο τέλος θα μείνουμε με ατόφιο πυρετό έχοντας πάντα σύρριζα την πνοή μας στο τίποτα.

Μα έλεγα για αινίγματα: από πάνω σαν μελάνι, από κάτω σαν σκουπίδι, από μέσα σαν ψαλίδι. Ποίημα; Ξέχασα, δεν είμαστε εδώ για απαντήσεις. Εδώ είμαστε κάθε νύχτα να πηδάμε από την κορυφή της λύπης, καθότι  η αλήθεια προϋποθέτει ύψος. Τέτοια η Αλήθεια. Καμιά ψευτοπαρθένα πένα δεν θα την πιάσει ζωντανή.

Ωραία λοιπόν Γιάννη Στίγκα, μαζί σου. Μα αφού με προσηλύτισες χωρίς να το ζητήσεις –πάνε τώρα δέκα χρόνια- να σου κάνω μιαν ερώτηση; στο τζιτζίκι που μπήκε από το αυτί και βγήκε από τ’ άλλο τι όνομα έχεις δώσει; Ξέρεις ποιο λέω. Εκείνο που σε ανάγκασε να καρφώσεις στο ψαχνό τον Αύγουστο, βαθιά ως την Παναγία του
και από το τότε σε έχει κάνει ολόκληρο μια ξόβεργα. Αυτό το τζιτζίκι λέω….-σιγά μην απαντήσεις. Δεν απαντάνε οι Μύστες της Ύπαρξής τους. Γιατί τέτοιος είσαι και σε βλέπουμε κι εμείς και λέμε «ρε σίγουρα ο Γιάννης Στίγκας δεν είναι λογοτεχνικός ήρωας, κατασκευή κάποιου μπορχεσιανού όντος ;». Να σου πω λοιπόν κάτι; Μην τα λες μονάχα στον Σαχτούρη. Και σε σένα να τα λες: όταν γράφεις, δεν είσαι εσύ, αλλά το είδωλο του πιο καθρέφτη

Η πίστη σου –συγνώμη Πίστη ήθελα να γράψω- πως ο στίχος το (επτάφυλλο) αίμα μου θα γονατίσει τους θανάτους έκαψε ολόκληρο στρατόπεδο, εξηγείται μονάχα αν λάβουμε υπόψη μας τα επίπεδα στραγγαλισμένης κραυγής που απαιτείς από τις λέξεις σου ή το γεγονός πως, με τα μαθηματικά που έμαθες, υψώνεις το φως στην θηριοστή του.
Προπονημένος μετά κόπων και βασάνων στο φωνή φωνή σκυτάλη και ποιος θα την μαζέψει, τρέχεις –ή ανασαίνεις;- προς το photofinish όπου δεν διακρίνεται ο τρόμος, πρώτος εσύ, ένας ιχνηλάτης που θα χαθεί πρώτος και γίνεσαι ο τρόπος από όπου μπορούμε να αντλήσουμε αγωνία –και όχι πληροφορίες- για τον χαμό, το τίποτα, το μηδέν.

Συνέχισε λοιπόν Γιάννη Στίγκα να μην δένεις τα κορδόνια σου στο ναρκοπέδιο, και να τρέχεις στην αρχή σαν τρελός, στην μέση σαν κτήνος και στο τέλος σαν άγιος, μέχρι να ακούσεις το μαύρο χειροκρότημα που σου μέλλεται.

Συνέχισε λοιπόν Γιάννη Στίγκα να ξεμυαλίζεις την κραυγή προτού σε ξεμυαλίσει, όσο εμείς παίζουμε τοεδώ η ζωή, εκεί η ζωή, αλλιώς το παιχνίδι της ικεσίας -με την πιο λευκή να κερδίζει.  

Συνέχισε λοιπόν Γιάννη Στίγκα να σκάβεις -αφού το βάθος σε σημείο εξάντλησης και γλώσσα είναι και πατρίδα- κι εκεί να στήνεις παρέες με όλους τους αναλφάβητους, εκείνους που δεν έχουνε γλωσσάρι για τον κεραυνό: έτσι όπως σκάει τους πείθει,

Συνέχισε λοιπόν Γιάννη Στίγκα. Είμαστε μαζί σου. Πάντα διψασμένοι, με το αίμα να κοχλάζει, αγωνιούμε καθώς σε θωρούμε. Καλή πατρίδα να ‘χεις, κάθε που γράφεις.


ΥΓ. Εσύ που εμπιστεύεσαι πολύ τους παιδικούς σου έρωτες για πες… τι σού ‘πε ο λυκάνθρωπος, πατώνει ή δεν πατώνει η μοναξιά;

(ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΚΟΡΠΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΙΓΚΑ Η ΟΡΑΣΗ ΘΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΞΑΝΑ – ΙΣΟΠΑΛΟ ΤΡΑΥΜΑ- ΒΛΕΠΩ ΤΟΝ ΚΥΒΟ ΤΟΥ ΡΟΥΜΠΙΚ ΦΑΓΩΜΕΝΟ)




Φωτογραφία








Περνώ βουνοκορφές ξυστά
                                 γκρεμούς που γίναν οικειότητα
λάθη παλιά που τσούξανε
                                 και δε σκαμπάζει πια
καμία χελιδόνα ο ύπνος μου

                                 Ξυπνώ βαρύς κι αποσυνάγωγος
οι άνεμοι με παίρνουν στο ψιλό
                                  πως ξέρουν και οι δεκάξι το κορμάκι σου; 
Δεν είσαι μία Ελένη εσύ
                                   είσαι πολλές Ελένες συναπτές
δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό
                                   θα' πρεπε να'χω
τύχη πολλή
                                  πενήντα τόσα μάτια
χέρια μονίμως ξάγρυπνα
                                  θά'πρεπε να 'χω κάνει 
χρόνια θητεία σε αερόστατο
                                   ραμμένο από - ποιος ξέρει πόσα -
άδεια πουκάμισα









Τη φωνή μου ρε
                        κι ας μην έχω να φάω

γιατί είναι ωραία η παλινδρόμηση των σωμάτων
(από τον ενικό στον πληθυντικό τους
κι αντίστροφα)

ωραίο το γεφύρωμα των πνοών
(σαθρό ή στέρεο - αδιάφορο τι -
διπλά ωραίο για την αδιαφορία του)
                      
ωραίο αίνιγμα τα λουλούδια

Αλλά θα ¢ρθουν καιροί
με στυφά δευτερόλεπτα
να ερημώσουν την όραση
να την κάνουνε Σιβηρία

Αυτά, για όσους ταξιδεύουνε προς το θέρος

Οι υπόλοιποι, θα την πάθουμε αλλιώς

Μια μέρα
κάποιος θα βρει ένα ξέφτι στον ουρανό
θα το τραβήξει και
                             
θα πέσουν όλα τα ποδήλατα των αγγέλων                                
                                                 
                  όλα
 
              το εννοώ








Τόσες περιστροφές
κι όμως ο ιστός του κόσμου
μιας σπίθας υπόθεση
να ανοίξουν οι ασκοί
να γίνουν όλα Β´ γραμμική
και τυραννία της στάχτης

Η όραση θα αρχίσει ξανά

το φως συνδράμει
όσο και το σκοτάδι

μιας σπίθας υπόθεση η ζωή
   
αλλού η ζωή
            κι αλλού η σπίθα

N¢ αφήσεις την επίλυση στον άνεμο
                            ή
            φρόντισε με τα θαύματα
            να γίνεσαι χαρτοκλέφτρα
            να είναι ο έρωτας
                                         το Δέκα του Χαμού
            και να σε θέλει
 
                             *
Εγώ το χρόνο μου
           
             χρακ και χρακ

μ¢ ένα τσεκούρι πισώπλατα
Τα υπόλοιπα
            θα τα πουν στις εφημερίδες

Ποίησις είναι η κορυφή του παγόβουνου
            και από κάτω
πανστρατιά οι βλαστήμιες
            Αλλά εσύ
κοίτα να φτάσεις στην αγάπη
χωρίς τις βαλίτσες σου

κοίτα

                                        Γιάννης Στίγκας




Γιατί και η ποίηση επαιτεία είναι
αλλά στο τέλος


Ι.

Μπορώ να σας μιλάω απλά
μπορώ και με βελόνες

Γνωρίζω που γεννούν τα αβγά τους οι υλακές

όλα στο στήθος σύρριζα

αν αγαπήσεις τους γκρεμούς
σε βγάζουν συντομότερα
και μην ακούς τις κατακόκκινες μηλιές
και μην ακούς τις παλαβές πυξίδες
πως θα χαθείς
και πως η Παναγιά
φραγγέλει τους επαίτες

Αφού σου το ¢πε και στον ύπνο σου:

«Αυτούς που ορθώσαν όνειρο
παντός καιρού κι ανόθευτο

Αυτούς που ανοίξανε τα σκέλια τους
στο φως

κυρίως

αυτούς που φεγγαρώθηκαν

εγώ θα τους βυζάξω»



ΙΙ.

Εδώ που φτάσαμε
λιγνεύει ο αέρας

Πρέπει να μάθεις να αναπνέεις
όπως το ποίημα

ειδάλλως γύρνα πίσω

και μη γελάς

αυτή η γειτνίαση με το τίποτα
θα μας φάει






Γιάννης Στίγκας 




Τόσες περιστροφές
κι όμως ο ιστός του κόσμου
μιας σπίθας υπόθεση
να ανοίξουν οι ασκοί
να γίνουν όλα Β´ γραμμική
και τυραννία της στάχτης

Η όραση θ' αρχίσει ξανά

το φως συνδράμει
όσο και το σκοτάδι

μιας σπίθας υπόθεση η ζωή

αλλού η ζωή
κι αλλού η σπίθα

N' αφήσεις την επίλυση στον άνεμο
ή
φρόντισε με τα θαύματα
να γίνεσαι χαρτοκλέφτρα
να είναι ο έρωτας
το Δέκα του Χαμού
και να σε θέλει



*

Εγώ το χρόνο μου

χρακ και χρακ

μ' ένα τσεκούρι πισώπλατα
Τα υπόλοιπα
θα τα πουν στις εφημερίδες

Ποίησις είναι η κορυφή του παγόβουνου
και από κάτω
πανστρατιά οι βλαστήμιες
Αλλά εσύ
κοίτα να φτάσεις στην αγάπη
χωρίς τις βαλίτσες σου

κοίτα






Δεν υπάρχουν σχόλια: