Ούτε καν το χρυσάφι της οροφής και τα μάρμαρα
Και οι κονσόλες παγώσανε και τα μαλλιά σου σέρνονται πίσω από τα
σφιγμένα κρύσταλλα
Και οι πλαφονιέρες σταλάζουν την τέφρα του χειμωνιάτικου ήλιου
Καθώς οι λειμώνες δε βρίσκουνε πια την παλιά τους λαλιά
Bλέπω πως λάθεψα γυρίζοντας έξω από θέρετρα
Στο πυκνό δάσος των πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα
Όπου βυθίζομαι για να σ’ αγγίξω μόλις
Επειδή σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όλα τα κτίσματα
Και αν δε σε γνώριζα θα ’ταν όλα εφήμερα
Γιατί οι βιτρίνες είναι μια λάσπη, τα εργοστάσια μια θλίψη και η πόλη
Aφήνει να πέσουν οι κάλυκες της πλαστικής μου καρδιάς
Πάνω σε φύλλα και δάκρυα
Tίποτα δε μου ανήκει, καμιά παλινόρθωση
Tα μάγουλά σου στο χιονισμένο αυχένα των βουνών
Καθώς η ματιά μου βυθίζεται στην άπειρη έκταση
Αφήνοντας πια τ’ αυτοκίνητα στα δικά τους τραγούδια
Γιατί η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι είναι τα μάτια σου
Και η πείνα για καθαρό αλουμίνιο τα χέρια σου
Φιλιόμαστε σε σκοτεινές δισκοθήκες και σου εξηγώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου